Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Μαουτχάουζεν, άλλη μια φορά.

   Τρεις φορές σε 5 χρόνια, μ' έχει φέρει ο δρόμος στο Μαουτχάουζεν. Τρεις φορές να βλέπω τα ίδια και τα ίδια. Τρεις φορές να νιώθω τα ίδια και τα ίδια. Θλίψη, πόνος, οργή κι άλλα πολλά συναισθήματα συγκεχυμένα κι απρόβλεπτα. Πριν γράψω τις αράδες μου, σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Να πάτε μαζί με τα παιδιά σας (αν έχετε) και με το μυαλό σας ανοιχτό διάπλατα για να ζήσετε αυτήν την εμπειρία. Στο Μαουτχάουζεν, στο Νταχάου, στο Άουσβιτς ή όπου βολέψει. Το χρωστάμε σ' αυτούς που χάθηκαν, το χρωστάμε στην Ιστορία.
  Ούτε περιγραφή χρειάζεται, ούτε εξιστόρηση των γεγονότων του στρατόπεδου συγκέντρωσης. Αν γκουγκλάρετε, εξάλλου, στο Βικιπαίδεια τα λέει όλα σύντομα και περιεκτικά, αν έχετε ακόμη ακόμη την όρεξη να διαβάσετε το ομώνυμο βιβλίο του Καμπανέλλη τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο φωτεινά.
   Δυο αράδες θα γράψω εγώ για τα πρωτόγνωρα που σου 'ρχονται σαν κόμπος στο λαιμό αντικρύζοντας τα κρεματόρια. Τις ντουζιέρες και τους φούρνους. Τις αίθουσες και τον προαύλιο χώρο. Τα τείχη και τον μουντό ουρανό. Δεν ξέρω γιατί, μα ο ουρανός νομίζω πως εκεί είναι πάντα μουντός κι έτσι θα μείνει εις τους αιώνας των αιώνων, μη μπορώντας να ξεχάσει αυτά που είδε. Είναι στ' αλήθεια ξεχωριστά αηδιαστικό το να βλέπεις τους φούρνους που καιγόνταν άνθρωποι (όταν είχαν πια γεμίσει τα γύρω νεκροταφεία) να μοιάζουν τόσο με τους ξυλόφουρνους της πίτσας. Είναι πραγματικά συγκλονιστικό να βλέπεις τις πλάκες με τα χιλιάδες χαραγμένα ονόματα. Ονόματα ανθρώπων, ξεχωριστές οντότητες που μεταμορφώθηκαν σε αριθμό, στην αρχή σε κάποια φόρμα κρατουμένου και μετά σε κάποια βιβλία νεκρών (να που οι νεκροί έχουν ονόματα!!!). Δεν μπορείς να ψελλίσεις μια κουβέντα, όταν βλέπεις τον τοίχο ακόμη λεκιασμένο απ' τα αίματα των εκτελεσμένων με πιστόλι στον κρόταφο, στο Δωμάτιο Εκτελέσεων. Πώς μπορείς αδιάφορα να δεις τους χώρους που στοιβάζονταν όλοι μαζί -ανθρώπινα κουρέλια- άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και κάθε φυλής. Πώς μπορείς να μην σκεφτείς πως τα κορίτσια του Μαουτχάουζεν και του Μπέλσεν μέχρι πριν φτάσουν εκεί, ζούσαν την καθημερινότητα. Είχαν φίλους, φίλες, αγόρι, αδέρφια, γονείς. Πιθανώς να δούλευαν ή να πήγαιναν σχολείο. Μπορεί να ετοιμαζότανε για κάποιο εφηβικό πάρτυ ή για μια εκδρομή. Ποιος ξέρει...
  Αρκεί μια στιγμή παύσης του audio guide και τους φαντάζεσαι να περιφέρονται στην αυλή ή στους θαλάμους άσαρκοι, με μάτια βαθουλωμένα, ζωντανοί νεκροί. Γιατί??? Επειδή ήταν Εβραίοι, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι, αντιφρονούντες και δεν ξέρω τι άλλο. Ακόμη και σ' αυτούς τους αιχμαλώτους πολέμου δεν αξίζει τέτοια τύχη. Σε κανέναν δεν αξίζει τέτοια τύχη. Ούτε καν σ' αυτούς που διέπρατταν όλα αυτά τα απίστευτα εγκλήματα. Σ' αυτούς που πήραν, σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη, τον τίτλο των Χειρότερων Ανθρώπων που γνώρισε ο Πλανήτης. Ίσως σε κάποιες αφρικανικές ή ασιατικές χώρες να 'χουν συμβεί εξίσου στυγνές κι απάνθρωπες πράξεις και γεγονότα, όμως εδώ μιλάμε για το πιο πολιτισμένο σημείο του Πλανήτη. Μιλάμε για τη χώρα που ήταν για 200 περίπου χρόνια η φυσική συνέχεια του ελληνικού πνεύματος σε φιλοσοφία, τέχνη και επιστήμες, κι όμως βρέθηκε κάποιος μισότρελος να ξυπνήσει όλα τα ένστικτά τους περί  ανωτερώτητας της φυλής και Αριανισμού. Περί ανάγκης εξόντωσης των διαφορετικών και περί ''καθαρότητας''.




   Αυτές κι άλλες πολλές σκέψεις γυρνάνε στο κεφάλι μου κάθε φορά που ξανάρχομαι στο παγωμένο στρατόπεδο, Είκοσι σελίδες νομίζω πως γεμίζουν άνετα με μια παρουσία τριών ωρών στο Μαουτχάουζεν, μα ξέρω πως το πολύ διάβασμα κουράζει και θα το κλείσω εδώ παρακινώντας σας άλλη μια φορά να κάνετε αυτήν την επίσκεψη.
   Επίσκεψη που την κάνουν ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ και δωρεάν όλα τα σχολεία της Αυστρίας και της Γερμανίας. Επίσκεψη που θα υπενθυμίσει εμφατικά τι σημαίνουν ακόμη και στις μέρες μας οι σβάστικες στα μπράτσα, στις σημαίες και στους εγκεφάλους κάποιων.
   Κι όταν καταφέρετε αυτήν την επίσκεψη ή ακόμη και πριν, κάντε τον κόπο να διαβάσετε το κείμενο του, ''δεξιού'' και πολυαγαπημένου Μάνου Χατζηδάκη, που είναι για μένα ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί για τον νεοναζισμό, τον ρατσισμό και τον φασισμό. Γιατί απλά εδώ δεν υπάρχουν κόμματα και παρατάξεις. Υπάρχουν άνθρωποι και μισάνθρωποι.
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ!!!




ομοφυλόφιλοι
συνέχεια »

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Τις Κυριακές...

    Φεύγω κι επιστρέφω στο blog του Maditianos, αμήχανα, δειλά και μουδιασμένα.
Κάθε φορά που διανύω μια περίοδο ''ξηρασίας'' μου μοιάζει τόσο δύσκολο΄και τόσο μακρινό το να γράψω δύο αράδες, έτσι που πιστεύω από τα βάθη της ψυχής μου, πως η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Τι είναι αυτό που με ξαναφέρνει στο πληκτρολόγιο, τολμώντας να ''εκτεθώ'' και πάλι, ούτε που το 'χω καταλάβει. Ας το πούμε, ο δολοφόνος που γυρνάει στον τόπο του εγκλήματος ή το σκάλισμα της στάχτης μήπως ξανάβρω ''φωτιά''. Όποιο απ' αυτά κι αν είναι προχωράμε...
   Προχωράμε κι ακουμπάμε θύμησες απ' το παρελθόν μα και στιγμές απ' το παρόν, που αφορούν στις πιο ''περίεργες'', τις πιο διαφορετικές, τις πιο χαρούμενες και συνάμα τις πιο μελαγχολικές ημέρες της εβδομάδας μας, που αφορούν με δύο λέξεις, τις Κυριακές μας.
   Η αφορμή δόθηκε κάποια στιγμή στην κάψα του καλοκαιριού, όταν σε μια ανάρτηση στο facebook ακολούθησε διάλογος με εναλασσόμενες ατάκες, μεταξύ Μαδύτου-Θεσσαλονίκης-Μυκόνου και Κύπρου. Μου 'μεινε απωθημένο από τότε, λοιπόν, μόλις βρω χρόνο να βάλω σε μια σειρά τις Κυριακάτικες αναμνήσεις μας.
  Τις Κυριακές των παιδικών μας χρόνων, κάπου στα '70s με τα εξαήμερα σχολεία και τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Τις Κυριακές που ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός γινότανε απίστευτος ανταγωνισμός για το ποιος θα φτάσει πρώτος στα ενδότερα της εκκλησίας του Ιωάννη του Προδρόμου, για να πάρει τον Σταυρό ή το Εξαπτέρυγο, μαζί με το ''χρίσμα'' απ΄τον σχωρεμένο τον παπά-Γιώργη, για να πει το ''Πάτερ ημών'' ή το ''Πιστεύω''. Η απόλυτη επιτυχία της ημέρας ήτανε όταν έπαιρνες Σταυρό κι έλεγες σόλο το ''Πιστεύω''. Ήτανε σαν να ήσουνα το ''10'' και αρχηγός, για να χρησιμοποιήσω ποδοσφαιρική ορολογία.
  Η Κυριακή, στα παιδικά μας χρόνια, είχε παιχνίδι, οικογενειακό τραπέζι, αναμετάδοση των αγώνων, απ' το τρανζιστοράκι του μπαμπά και λίγο διάβασμα-αγγαρεία για την επομένη. Να σημειώσω πως η ιεροτελεστία της αγωνιστικής της Α΄ Εθνικής ξεκινούσε 3 παρά τέταρτο τον Χειμώνα και 4 την Άνοιξη και όλα τα ματς γίνοταν ταυτόχρονα. Ήξερες τι σου γινότανε βρε αδερφέ!!! Όχι το σημερινό ''ξεχείλωμα''. Κάποιες Κυριακές, όταν οι συνθήκες ευνοούσαν, είχαμε Καυτανζόγλειο (Τούμπα ή Χαριλάου για κάποιους άλλους) κι όταν παραμέναμε ''εντος των τειχών'' είχαμε Ελλησποντάρα στο κατηφορικό, μισοχορταριασμένο και προβατοκουρεμένο παλιό μας γήπεδο.
  Τα βράδια το σιωπητήριο είχε ήχο ''Αθλητικής Κυριακής'', γύρω στις 10 παρά κάτι, με το γνωστό νταν νταν νταν νταν, που κάθε αντράκι που σέβεται τον εαυτό του, έχει πάντα μέσα στ' αυτί του. Είχε το κύρος του Γιάννη Διακογιάννη, το ελαφρύ ξενέρωμα του Βαγγέλη Φουντουκίδη και όλων αυτών που ακολούθησαν τον ''καθηγητή''. Η τηλεόραση έσβηνε με εντολή των γονιών, ασπρόμαυρη γαρ, υπό τον φόβο να ξεχαστεί ανοιχτή, να καεί και να διαχύσει στην ατμόσφαιρα ένα περίεργο δηλητήριο που θα έστελνε στον άλλο κόσμο τους πάντες στο δωμάτιο, στο σπίτι, στη γειτονιά και στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, φαντάζομαι. Το κατά πόσο οι φόβοι αυτοί είχανε πραγματική βάση, δεν το ξέρω και θα 'θελα κάποιος με επιστημονική γνώση να με διαφωτίσει. Πάντως η Κυριακή μετά το τέλος των αθλητικών είχε ''τζούρα'' από κατάθλιψη. Ευχόσουν απλά να σε πάρει ο ύπνος γρήγορα, πράγμα που δεν συνέβαινε πάντα.
  Τα χρόνια περνάνε και οι Κυριακές γεμίζουν με Ελλήσποντο, μέσα στο τερέν αυτήν την φορά. Συνήθως μεσημβρινοί οι αγώνες, γεμάτοι τρέξιμο, αγωνία, θεωρίες και τσακωμούς. Τα 'χανε όλα και γέμιζαν τη μέρα απ' το πρωί ως το βράδυ. Η ώρα έναρξης, εκείνο το περίφημο ''15.00 ο κόσμος να χαλάσει'' ήταν αιτία να χάσουμε μερικές από τις μαγικές ντρίπλες του Χατζηπαναγή, αλλά αυτά έχει η ζωή. Αργότερα οι ερασιτεχνικοί αγώνες άρχισαν να παίζονται και Σάββατο, για να μπορούμε άνετα να ξενυχτάμε το Σαββατόβραδο ή Κυριακή πρωί για να μπερδεύουμε την μπάλα με τις ''μπόμπες'' από το βράδυ του Σαββάτου. Έτσι ή αλλιώς το απόγευμα-βράδυ της τελευταίας ημέρας της εβδομάδας, μας έβρισκε να συζητάμε ατέλειωτα για το τι πήγε και το τι δεν πήγε καλά.
  Οι Κυριακές, με μπάλα ή χωρίς, είχαν ήδη αλλάξει. ΠΑΣΟΚ, πενθήμερο κι αέρας διαφορετικός. Το Σάββατο γίνεται το κέντρο της διασκέδασης. Η Κυριακή γίνεται περισσότερο παραμονή Δευτέρας, με όνειρα που ''ζουν ως το μεσημέρι'' που λέει κι ο αγαπημένος μου Αλκίνοος, στην αρχή της ανάρτησης.
  Τα πράγματα πάντως δεν είναι ίδια τα καλοκαίρια. Τα Σάββατα είχαν Marabou και Make Up κι εμείς είχαμε totally down την επομένη, βυθισμένοι στις απίστευτες πολυθρόνες της ''Αυγούστας'' ή του ''Φρόυντ'', να σχεδιάζουμε μπάνια στο Περοκέ και την Πρώτη Αμμουδιά της Ολυμπιάδας. Φραπέ με παγωτό ή φραπέ με γάλα, ήταν πάντα το γιατρικό του hangover της προηγούμενης νύχτας. Τουφεκιές κυνηγών, πάνω απ' τα κεφάλια μας περιέγραφαν το τι είχε συμβεί τα χαράματα στους γύρω λόφους κι εμείς δεν μπορούσαμε να βρουμε λογική εξήγηση στο πως ένας άνθρωπος μπορεί να ξυπνάει στις 6. Αργότερα το καταλάβαμε. Καταστάσεις θεότρελες.
  Οι Κυριακές, πάντως, καλοκαίρι ή χειμώνα, είχανε πάντα κι έναν ρόλο αναδρομής κι ανασυγκρότησης. Αναδρομή στο τι έγινε, ποιο ποτό ήταν αυτό που μας κατέστρεψε, γιατί το γκομενάκι μας το ΄φαγε ο απέναντι φλωράκος, γιατί το αμάξι έμεινε από βενζίνη κι άλλα τέτοια κοινά και τετριμμένα, αλλά και ανασυγκρότηση όσον αφορά τα λάθη που πρέπει να διορθωθούν, για να μην συζητάμε τα ίδια κάθε Κυριακή. Εννοείται πως δεν άλλαζε τίποτε, εννοείται πως τα πρωινα-μεσημέρια, είχαν τα ίδια θέματα συζήτησης.
  Τα χρόνια πέρασαν, οι παρέες άλλαξαν, οι άνθρωποι μεγάλωσαν και σκόρπισαν εδώ κι εκεί να ''κυνηγάνε'' τη Ζωή. Οι Κυριακές έχουν διαφορετικό ρόλο πια και οι Δευτέρες κάνουν πιο έντονη την σκιά τους μαζί με τις υποχρεώσεις. Η Σαλονίκη πάντως, όσο παλιά κι αν την θυμάμαι, την ''ξεγελάει'' την Κυριακάτικη κατάθλιψη ή τουλάχιστον, το προσπαθεί σοβαρά. Οι μουσικές και οι χαρτοπετσέτες στα Λαδάδικα, το πάλαι ποτε Interni, το Barbarella κι άλλα δεκάδες μπαρ που άναψαν κι έσβησαν στο πέρασμα του χρόνου, δώσανε και δίνουν ακόμη ξεχωριστό χρώμα στις Κυριακές. Τα κοριτσάκια από Δύση κι Ανατολή στολισμένα-υπερπαραγωγή, τα μαγκάκια-ορδές πολεμιστών για κατακτήσεις, αλλά και οι μεγαλύτερες ηλικίες σε όρια γάμου κι αποκατάστασης ή διαζυγίου, γκριζαρίσματος και botox, εξακολουθούν να ξεχύνονται στην περίφημη παραλία της πόλης και στα δεκάδες κέντρα της. Απ' το πρωί ως το βράδυ για να ''ξορκίσουν'' την κατάρα της Δευτέρας. Δεν την αντέχει την Δευτέρα ο Έλληνας μια φορά κι ο Σαλονικιός δέκα.
Περίεργη μέρα η Κυριακή, το ξαναλέω. Σ' όποια ηλικία και σ' όποια φάση ζωής κι αν βρίσκεσαι. Ξεχωριστή, ανέμελη μα και στοχαστική συνάμα. Χαρούμενη και λυπημένη μαζί. Ίσως η λέξη ''χαρμολύπη'', λέξη ελληνική που νομίζω πως δεν μεταφράζεται ακριβώς και μονολεκτικά σε καμιά γλώσα, να ανακαλύφθηκε για την Κυριακή. Της αξίζει νομίζω.



συνέχεια »