Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ως πότε θα τρώμε τις σάρκες μας;



Οι εκπαιδευτικοί με τους γονείς, οι μαθητές με τους εκπαιδευτικούς, οι γονείς με τα παιδιά, οι νέοι με τους γέρους, οι δημόσιοι (υπάλληλοι) με τους ιδιώτες, η αστυνομία με τους διαδηλωτές, οι εργοδότες με τους εργαζομένους, οι πτυχιούχοι ΑΕΙ με αυτούς των ΤΕΙ, οι ιδιοκτήτες με τους ενοικιαστές, οι έμποροι με τους χοντρέμπορους, οι έμποροι με τους πελάτες, οι ταξιτζήδες με τους υπόλοιπους, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΜ με τους υπόλοιπους, οι εφοριακοί με τους φορολογούμενους, οι τελωνιακοί με τους εισαγωγείς, οι εφοριακοί με τους τελωνιακούς, οι συνδικαλιστές με τους εργαζομένους, οι εργολάβοι με τους υπόλοιπους, οι αυθαίρετοι με τους νόμιμους, οι λαθραίοι με τους νόμιμους, οι γνήσιοι με τους σικέ, οι οδηγοί αυτοκινήτου με τους μοτοσυκλετιστές, οι ποδηλάτες με τους πεζούς και τα αυτοκίνητα, οι οικολόγοι με τις πολυεθνικές, οι θεωρητικοί με τους πρακτικούς, οι χριστιανοί με τους μουσουλμάνους ή τους προτεστάντες, οι πιστοί με τους άπιστους, οι άνεργοι με τους εργαζόμενους, οι ΠΑΟΚτζήδες με τους Αριανούς, οι Γαύροι με τους Βάζελους, οι Βένετοι με τους Πράσινους, οι trendy με τους emo, οι MAC-maniac με τους “παραθυρόφιλους”, οι αισιόδοξοι με τους απαισιόδοξους... (Μπορείτε να συνεχίσετε μόνοι σας, είμαι σίγουρος μπορείτε...)
Αυτό που θέλω να πω απλά είναι ότι η οπαδοποίηση γύρω από δυο ή τρεις πόλους (όρος που χρησιμοποιείται περισσότερο απο τα ΜΜΑποβλάκωσης παρά από τους φυσικούς) και ο αλληλοσπαραγμός, που προκύπτει κάθε φορά, σηκώνουν τόση σκόνη, όση χρειάζεται για να καλυφθεί το πραγματικό πρόβλημα. Ο φανατισμός των πόλων δεν αφήνει να εξελιχθεί κάποιος διάλογος. Και χωρίς διάλογο δε βρίσκεις ούτε καν τι είναι αυτό, πραγματικά, που σου φταίει, πόσο μάλλον τη λύση. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η απόσπαση της προσοχής και η εξάντληση της σκέψης στην επιβίωση/νίκη του ενός εκ των δυο. Αν κατά λάθος υποπέσει στην αντίληψή τους το πραγματικό πρόβλημα είναι τόσο εξαντλημένοι, ώστε να ψελλίσουν “εγώ θα το λύσω αυτό;”
Εντάξου, παραδώσου σε μια ομάδα, φανατίσου, είμαι σίγουρος ότι έχεις βρει μια ομάδα για κάθε περίπτωση διαφωνίας – πόλωσης. Και νομίζεις θα φτιάξεις το προφίλ σου αθροίζοντας τις ομάδες στις οποίες είσαι ενταγμένος... Νομίζεις ... Η ζωή δεν είναι μέσο “κοινωνικής δικτύωσης”, είναι η παρουσία σου μέσα σε πραγματικές κοινωνικές ομάδες. Οι άνθρωποι που μπαίνουν σε καλούπια, όταν στεγνώσει η ουσία τους, γίνονται τοίχοι. Περίμενε το επόμενο βάψιμό σου. Άλλοι θα διαλέξουν το χρώμα που θα πάρεις. Άλλοι θα διαλέξουν το κάδρο που θα σου κρεμάσουν. Κι αν σε ξεχάσουν κάνε παρέα με αράχνες....

ΥΓ: 20 Ιουλίου 2013: 39 χρόνια από την εισβολή των Τούρκων στη Κύπρο. Τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτα για τη μαύρη αυτή επέτειο. Γιατί τις ημέρες αυτές ήταν απασχολημένα με τις “βόμβες” που έπεφταν για τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, τις επισκέψεις ξένων πολιτικών στη χώρα κι άλλα άσχετα- σχετικά...
Στην Κύπρο έχει διενεργηθεί επίσημη έρευνα για το τι πραγματικά συνέβη την περίοδο εκείνη. Έτσι συντάχθηκε ο λεγόμενος “Φάκελος της Κύπρου”. Ο οποίος φτάνει σε συμπεράσματα για το ποιοι ευθύνονται, ποιοι υπέγραφαν συμφωνίες, ποιοι επωφελήθηκαν και επωφελούνται ως σήμερα. Στις ΗΠΑ έχουν αποχαρακτηριστεί τα έγγραφα που αποδεικνύουν το ποιοι έστηναν τη σκακιέρα πάνω στη Κύπρο. Ο Φάκελος αυτός στάλθηκε στην Ελλάδα, διαψεύστηκε – αμφισβητήθηκε το πόρισμά του από τα ελληνικά ΜΜΕ, χωρίς να δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενό του στους Έλληνες πολίτες και τελικά μπήκε σε κάποιο συρτάρι. Αν δημοσιευτεί ποτέ αυτή η έρευνα, η οποία συνεχίζεται, οι Έλληνες θα καταλάβουν τι συμβαίνει από τότε ως σήμερα στη χώρα. Θα αλλάξουν πολλά πράγματα στην νεότερη ιστορία της χώρας...
                                                                                                                                              Γ.Χ.Κ
συνέχεια »

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Πόσο ρεύμα καίνε 20 λάμπες;



Οι θεατές έρχονται, με τα καρεκλάκια τους (όπως θυμάμαι τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες σε διάφορες εκδηλώσεις του χωριού) στο θέατρο “Μάδυτος”. Η είσοδος του θεάτρου εντυπωσιακή, μια αψίδα δέντρων να σχηματίζεται, κάτω απ' την οποία περνά ο κόσμος και παίρνει ένα είδος ευλογίας. Πέρασμα ανάλογο με αυτά των θρησκευτικών τελετουργικών (κάτω από τον επιτάφιο, κάτω από το πετραχήλι του ιερέα). Ο δρόμος τους οδηγεί σε ένα έμβλημα του Ελλησπόντου – έργο τέχνης από επεξεργασμένο μέταλλο.
Εκεί στήνουν τα καρεκλάκια, σε κατάλληλη απόσταση από το έμβλημα. Καταλαβαίνουν ότι αυτό θα αποτελεί την αυλαία του θεάτρου. Άλλοι θα το παρομοίαζαν με τέμπλο ναού. Περιμένουν να δουν τη παράσταση. Οι προσδοκίες μεγάλες. Τους δημιουργήθηκαν από την επιβλητική είσοδο και από το γεγονός ότι στο βάθος, πίσω από την αυλαία τη διάφανη, φαίνεται ότι κάτι υπάρχει. Προφανώς θα ετοιμάζεται η παράσταση.
Αφού καλλιεργήσει τη προσδοκία του με φανταστικές εικόνες από την παράσταση που πρόκειται να δει, λίγο αργότερα αρχίζει να ανησυχεί. Δε βλέπει να κινείται τίποτα στο βάθος, ενώ αρχίζει να σουρουπώνει. Ούτε φώτα βλέπει να ανάβουν. Κάποια στιγμή και υπό το φόβο μήπως η παράσταση αναβλήθηκε, αποφασίζει να αφήσει το καρεκλάκι και να πάει στα παρασκήνια να ρωτήσει, να δει τι συμβαίνει.
Καθώς περνάει πίσω από την αυλαία, η ανησυχία του μεγαλώνει. Έχει ήδη νυχτώσει. Ούτε ένα φως. Ούτε ένας άνθρωπος. Συνεχίζει και βλέπει κάτω, καθώς περπατάει στο σκοτάδι. Αν ήταν να παιχτεί η παράσταση δεν θα είχαν προετοιμάσει το σανίδι της σκηνής; Δε θα είχαν μπαλώσει τις τρύπες; Δε θα είχαν καθαρίσει; Παρακάτω διαπιστώνει ότι λείπουν οι λάμπες. Φαίνεται ότι κάποτε είχε λάμπες. Δε θα υπήρχαν και δε θα άναβαν αν ήταν να παιχτεί η παράσταση; Πρέπει να είναι καιρό κλειστό το θέατρο.
Συνεχίζοντας στο δρόμο δεν βλέπει κίνηση. Μόνο μετά από λίγη ώρα συναντά κάποιες φιγούρες. Σκυθρωπές, συνοφρυωμένες, δεν του ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα. Κάτι τους απασχολεί. Κάτι σχετικό, υποθέτει, με την παράσταση. Μεγάλη σιωπή. Μόνο μια φιγούρα του ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα, ίσως και από λάθος. Αλλά σ' αυτό το βλέμμα πρόλαβε να διακρίνει τι ήθελε να πει: “Τι θες και συ τώρα; Μη τολμήσεις να μιλήσεις, κανείς δεν έχει τη διάθεσή σου.”
Όμως άλλα πράγματα του είχαν περιγράψει για το θέατρο αυτό. Για ηθοποιούς εύθυμους, αγέρωχους, που πατούσαν γερά στο σανίδι. Που τέτοια περίοδο περπατούσαν πάνω-κάτω στη σκηνή και έκαναν τη λεγόμενη “βόλτα”. Πάνω στη βόλτα τους συζητούσαν όλα τους τα προβλήματα, τους προβληματισμούς, μοιράζονταν χαρές, λύπες, τα νέα του χωριού, σχολίαζαν τις εκδηλώσεις, τις ειδήσεις, κανόνιζαν τις δουλειές τους..... Έτσι όπως του το περιέγραψαν κατάλαβε ότι με την παράσταση “Βόλτα” δίδασκαν στους θεατές πως δεν χρειάζεται κινητό τηλέφωνο, ούτε προσωποβιβλίο... για να ζήσεις.
Τι να υποθέσει; Ότι έκλεισε το θέατρο; Ότι δεν βρίσκουν πια θεατές; Ότι δεν θέλουν να περπατάνε; Ότι δεν έχουν σενάριο για την παράσταση, θέματα να συζητήσουν; Ότι δεν έχουν ηθοποιούς; Μήπως κάνουν περιοδεία αλλού; Μήπως δεν έχουν λάμπες; Μήπως δεν έχουν λεφτά για το ρεύμα που καίνε οι λάμπες; Πόσο κάνει το ρεύμα που καίνε 20 λάμπες; Πόσο κάνει η διάθεση του ανθρώπου;

(Παρακαλώ οι αποτιμήσεις της διάθεσης ή της ζωής του ανθρώπου να γίνονται σε Ευρώ.)

                                                                                                                                              Γ.Χ.Κ
συνέχεια »

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Άρτος και θεάματα

 Φαίνεται λοιπόν πως έχουμε κατακτήσει την Ουτοπία.
  Και το παράδοξο είναι ότι δεν το έχουμε καταλάβει οι πολίτες-κάτοικοι της Ελλαδιστάνδης .  Δεν εξηγούνται  αλλιώς η κακεντρέχεια , τα παράπονα , η γκρίνια  και η μιζέρια  απέναντι στον Άρχοντα-τοπάρχη μας, που τις ιδέες και τις πράξεις του πολλοί εζήλεψαν
 Ενώ λοιπόν το ανθρωπολόι φωνασκεί για ελλείψεις σε ζωτικής σημασίας υπηρεσίες για την καθημερινότητά του, τα γραμμένα και οι ανακοινώσεις του (εκάστοτε ) Άρχοντα-τοπάρχη από το (διαδικτυακό ) μπαλκόνι άλλα αποδεικνύουν.
 Αποδεικνύουν ότι όλα τα προβλήματα του φέουδου είναι λυμένα. Οι μαχαλάδες του λάμπουν από καθαριότητα· οι δουλοπάροικοι εργάτες  είναι πληρωμένοι στην ώρα τους· η γραφειοκρατεία του καλολαδωμένη , λειτουργική και φυσικά οι γραφιάδες καλοπληρωμένοι· τα σχολεία του καλοσυντηρημένα και το χειμώνα σκασμένα από ενέργεια για την θέρμανση τους· οι βιβλιοθήκες του γεμάτες με Η/Υ και βιβλία και ανοιχτές φυσικά για το κοινό· δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι αλλιώς αφού ήταν προσωπική δέσμευση και τάμα Του.
  Και πάνω απ' όλα για να μην ξεχνάμε την μητέρα γη, τα περιβαλλοντικά θέματα είναι πρώτα στην ατζέντα του Άρχοντα . Τα θέματα αυτά τα αναλαμβάνει προσωπικά ο ίδιος γι' αυτό και τα περισσότερα είναι λυμένα. Οι αποχετεύσεις , οι βιολογικοί καθαρισμοί, οι βόθροι, η ανακύκλωση, η λαθρο-υλοτομία, όλα.
 Πως λοιπόν θα μπορούσε ο Άρχοντας, αν δεν είχε λύσει όλα τα παραπάνω θέματα επιβίωσης (άρτου) του λαού του, να προχωρήσει αφειδώς  και στην παροχή θεαμάτων για την ψυχαγωγία αυτού του λαού; Μου λέτε;
 Με λυμένα λοιπόν όλα τα ελάσσων προβλήματα λαού και διοίκησης, περνάμε στο μείζων που είναι η προβολή του Άρχοντα ( και των συν αυτώ) .
 Τι γιουροβιζιονικοί συνδημότες και τί φασίστες ψάλτες θα παρελάσουν από τις πλατείες του βασιλείου για να υμνήσουν την μεγαθυμία του Ενός,  δεν λέγετε . Ότι ποιοτική συναυλία  πετάχτηκε από τους μανατζαρέους πάνω στο γραφείο του Άρχοντα, αγοράστηκε με τα χιλιάδες ευρώ από τα ξέχειλα ταμεία του φέουδου. Και έπειτα το μικρόθυμο πόπολο γκρινιάζει ότι δεν έχει παροχές.
 Άσε που ο Άρχοντας στα πλαίσια της περιβαλλοντικής του πολιτικής,  υποσχέθηκε ότι μαζεύοντας ποτήρι-ποτήρι το τηγανόλαδο από τις τηγανισμένες μελιτζάνες θα υπέρ-ζεσταθούν τα σχολεία. Γιατί προφανώς η διοίκησή του έκανε εμπεριστατωμένη επιστημονική έρευνα που τα μέτρησε όλα: πόσο τηγανόλαδο θα μαζέψουν, πόσο θα κοστίσει για να το μαζέψουν ( εργατοώρες-μεταφορά-αποθήκευση),  πόσο θα κοστίσει να το μεταφέρουν μπρος πίσω στα πανεπιστήμια και πόσο θα πάρουν τα πανεπιστήμια. Και αφού η μελέτη και οι μελετητές του υπέδειξαν ότι "βγαίνει" και ότι θα ξεχειλίσει από βιοντήζελ το χειμώνα , αποφάσισε σαν αντιστάθμισμα και επιβράβευση των πολιτών για τη οικονομία τους, να τους αγοράσει  και μερικά θεάματα!
  Καλή διαμονή στην ονείρωξη της καλοκαιρινής ουτοπίας να έχουμε!
                                                                                                                                                   Κουκ


συνέχεια »