Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Το οικοδομικό κίνημα στην Ελλάδα. Ίδρυση και δράση της «Ομοσπονδίας Οικοδόμων και συναφών επαγγελμάτων Ελλάδας» (Α΄ μέρος)



Ένα  ιστορικό οδοιπορικό του οικοδομικού κινήματος στην Ελλάδα, προσπαθεί να καταγράψει οΟικοδόμος μέσα από αυτή την εργασία. Η πλούσια και ένδοξη ιστορία του οικοδομικού κινήματος στη χώρα μας παρουσιάζει ελλείψεις στην ηλεκτρονική καταγραφή και δημοσιοποίησή της (διαδίκτυο). Το ιστολόγιο δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τους ιστορικούς ούτε και έχει τέτοιες ικανότητες. Μοναδικός σκοπός αυτής της εργασίας και των άλλων που θα ακολουθήσουν, είναι η καταγραφή ακόμα περισσότερων στοιχείων, από τους αγώνες των οικοδόμων, που έχουμε στη διάθεσή μας. Στο  Α΄ μέρος που παρουσιάζουμε σήμερα, οδηγός σ’ αυτήν την κατεύθυνση είναι  η πορεία της «Ομοσπονδίας Οικοδόμων και συναφών επαγγελμάτων Ελλάδας» από την ίδρυσή της ως τις μαύρες μέρες του Εμφυλίου Πολέμου.


Η εργατική τάξη στα σπάργανα

Η Ελλάδα ήταν ανέκαθεν μια χώρα που η οικονομία της βασιζόταν σε μεγάλο ποσοστό στην γεωργική και κτηνοτροφική της παραγωγή. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της ζούσε στην ύπαιθρο. Οι λίγες βιομηχανικές μονάδες και εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούσαν στο τέλος του 19ου αιώνα στα –βρισκόμενα σε φάση ανοικοδόμησης- αστικά κέντρα, απασχολούσαν ένα ισχνό εργατικό δυναμικό, που δεν ήταν αρκετό για να δημιουργήσει τις  προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός συνδικαλιστικού κινήματος.


 Με την αύξηση του ρυθμού εκβιομηχάνισης της χώρας τμήματα του πληθυσμού αρχίζουν να μετακινούνται προς τις μεγάλες πόλεις που δημιουργούνται, βρίσκοντας μόνιμη απασχόληση στα μεγάλα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Δημιουργείται έτσι σταδιακά, με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ελληνική εργατική τάξη, σημαντικό κομμάτι της οποίας αρχίζουν να αποτελούν οι οικοδόμοι.

Τα πρώτα οικοδομικά σωματεία δημιουργούνται λίγο πριν το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά ειδικότητα, σε διάφορες πόλεις της χώρας, έχουν μορφή συντεχνιών και λειτουργούν κυρίως σαν ενώσεις αλληλοβοήθειας των μελών τους. Σύμφωνα με καταγεγραμμένα στοιχεία, το πρώτο οικοδομικό σωματείο που δημιουργήθηκε ήταν η «Αδελφότης των Μαρμαρογλύφων», το 1888 στην Αθήνα. Ακολουθούν, η «Αδελφότης Ελαιοχρωματιστών», 1889 στην Αθήνα, η «Τεκτονική Αδελφότης», 1889 στην Καλαμάτα, ο «Σύνδεσμος των Τεχνιτών» 1893 στην Καλαμάτα, ο «Σύνδεσμος των Κονιαστών», 1895 στην Αθήνα, η «Αδελφότης των Τεχνιτών των Οικοδόμων», 1895 στο Ναύπλιο, η «Τεκτονική Αδελφότης», 1911 στην Καλαμάτα και ο «Σύνδεσμος Κτιστών Αθηνών-Πειραιώς» (λίγο αργότερα θα μετονομαστεί σε «Σωματείον Κτιστών Αθηνών»), 1911 στην Αθήνα.

Οι σοσιαλιστικές ιδέες έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος στο ελληνικό και παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Ημεγάλη σοσιαλιστική Οχτωβριανή Επανάσταση που ξεσπάει στη Ρωσία και  η επικράτηση των μπολσεβίκων, ενθαρρύνουν τους καταπιεσμένους εργάτες στην Ευρώπη και αλλού. Το Νοέμβρη του 1918 ιδρύεται το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), αργότερα ΚΚΕ. Οι κοινωνικές συνθήκες επιτάσσουν τη συγκρότηση καλά οργανωμένων συνδικαλιστικών ενώσεων με σαφή ταξικό προσανατολισμό, για την αποτελεσματικότερη διεκδίκηση των εργατικών δικαιωμάτων.

Η ίδρυση της Ομοσπονδίας Οικοδόμων

Στο χώρο της οικοδομής ήταν αναγκαία πια η ίδρυση ενός κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου, σε δεύτερο βαθμό, που θα συνένωνε όλα τα οικοδομικά σωματεία, θα ενοποιούσε τα επί μέρους αιτήματα και διεκδικήσεις των διαφόρων ειδικοτήτων, θα σχεδίαζε και θα οργάνωνε τον αγώνα του κλάδου. Έτσι, το 1918:

«Ιδρύεται ένωση εργατικών Σωματείων με επωνυμία "ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ" με έδρα την Αθήνα» (άρθρο 1 του καταστατικού, ΙΔΡΥΣΗ - ΕΠΩΝΥΜΙΑ).*

Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, 1918

 Το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) με την ίδρυσή του πρωτοστατεί στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και την ενίσχυση του ταξικού χαρακτήρα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οργανώνονται, μαζικές απεργίες με αιτήματα τις 8 ώρες δουλειά, αυξήσεις στα μεροκάματα και κοινωνική ασφάλιση. Είναι η εποχή που η κυβέρνηση Βενιζέλου ετοιμάζεται να στείλει στρατό ενάντια στη Σοβιετική Εξουσία στη Ρωσία (εκστρατεία στην Ουκρανία) και θέλει το κίνημα αδρανοποιημένο, πλήρως υποταγμένο, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζεται για τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Το οικτρό τέλος της Μικρασιατικής περιπέτειας συσσώρευσε πολλά βάρη και προβλήματα στις πλάτες του Ελληνικού λαού και ιδιαίτερα στις πλάτες της εργατικής τάξης. Ο πληθωρισμός, τα εσωτερικά δάνεια του Πρωτοπαπαδάκη, τα πολεμικά βάρη, είχαν σαν αποτέλεσμα την κάθετη πτώση  της αγοραστικής αξίας της δραχμής και τον εξανεμισμό του χαμηλού  εργατικού ημερομισθίου. Ο ερχομός κατά κύματα χιλιάδων ξεριζωμένων προσφύγων από τα παράλια της Μικράς Ασίας δημιουργεί μεγάλη προσφορά φτηνών εργατικών χεριών και το συμπιέζει ακόμα περισσότερο.

Πλήθος προσφύγων στο λιμάνι του Πειραιά, 1922

 Ένα πολύ μεγάλο μέρος των προσφύγων απορροφήθηκε σύντομα απ’ την οικοδομική δραστηριότητα που παρουσίαζε συνεχή άνοδο με γοργό ρυθμό, κυρίως στην Αθήνα, Πειραιά, Βόλο, Θεσσαλονίκη. Η ανέγερση νέων οικοδομών γίνεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Η οικοδομή αρχίζει να γίνεται μια εξαιρετικά επικερδής επιχείρηση. Σ’ αυτό συντελούν η μεγάλη έλλειψη κατοικιών που θα μπορούν να στεγάσουν τις χιλιάδες των ανθρώπων που συρρέουν στις πόλεις, τα ακριβά ενοίκια,  ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στη σταθερότητα της δραχμής για τραπεζικές επενδύσεις και η άφθονη προσφορά εργατικών χεριών.

Παράλληλα ο φεουδαρχικός τρόπος οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής καταστρέφει πολλά μικρά νοικοκυριά και δημιουργεί καινούργια προσφυγιά, στο εσωτερικό αυτή τη φορά, που ένα μεγάλο μέρος το απορροφά –κι αυτό-  η οικοδομή. Οι συνθήκες δουλειάς στο γιαπί ήταν βαριές και αφόρητες. Δεν υπήρχε ακόμη ο αναγκαίος εξοπλισμός (κατάλληλες σκαλωσιές, γερανοί για τα υλικά, εργαλεία κλπ.), τα υλικά ανέβαιναν σε όλα τα επίπεδα ενός έργου στην πλάτη των εργατών, δεν υπήρχε ωράριο ούτε κοινωνική ασφάλιση. Οι ώρες στη δουλειά ήταν από ανατολή σε δύση («από ήλιο σε ήλιο»,  όπως έλεγαν οι παλαιότεροι). Τα μεροκάματα… πείνας.

Οι πρωτόγονες συνθήκες δουλειάς σε συνδυασμό με την έλλειψη στοιχειωδών μέτρων ασφάλειας στο γιαπί, ευνοούσαν τα πολλά εργατικά ατυχήματα που γίνονταν σε καθημερινή βάση. Οι λόγοι αυτοί εξηγούν την απότομη μαζικοποίηση του οικοδομικού προλεταριάτου, σε σχέση με άλλα τμήματα τη εργατικής τάξης. Οι οικοδόμοι δραστηριοποιούν τα σωματεία που υπάρχουν, ιδρύουν και άλλα, με στόχο να αγωνιστούν από καλύτερες θέσεις, για το 8ωρο, την κοινωνική ασφάλιση, καλύτερα μεροκάματα και ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς.

Η ίδρυση της Ομοσπονδίας το 1918 και η παραπέρα δραστηριότητα του οικοδομικού κινήματος ήρθαν στην ώρα τους, για να καλύψουν μια αναγκαιότητα που ωρίμασε κάτω απ’ τις ξεχωριστές συνθήκες τις εποχής:

 «1. Να συνενώσει τα ομοειδή εργατικά Σωματεία του Κλάδου όλης της χώρας για την ενιαία και συλλογική μελέτη, προστασία και προώθηση των οικονομικών, κοινωνικών, ασφαλιστικών, εργασιακών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών τους.

2. Να ενισχύσει την πνευματική και κοινωνική ανύψωση των εργατών ή υπαλλήλων του κλάδου και να υποβοηθάει την επαγγελματική κατάρτιση και ειδίκευσή τους. Να αγωνίζεται για την προάσπιση και διεύρυνση των αρχών της Δημοκρατίας, Ελευθερίας, Ειρήνης, Εθνικής Ανεξαρτησίας και Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Απεργία στην Καλαμάτα, 1921

3. Να φροντίζει για την βελτίωση των όρων και συνθηκών εργασίας, τη βελτίωση της εργατικής νομοθεσίας και για την πιστή εφαρμογή της στους χώρους δουλειάς.

4. Να παρακολουθεί και να εξετάζει όλα τα εργατικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Να οργανώνει και να καθοδηγεί ενιαία τους αγώνες των εργατοϋπαλλήλων του κλάδου για την επίλυση των προβλημάτων, για την καλυτέρευση των συνθηκών δουλειάς και διαβίωσής τους.

5. Να διαφωτίζει τους εργαζόμενους του κλάδου της για τον ιστορικό τους ρόλο στην εξέλιξη της κοινωνίας, με την εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για τα επαγγελματικά τους συμφέροντα, για την ανάπτυξη της αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα συνδικάτα όλης της χώρας και διεθνώς.

6. Η Ομοσπονδία βασισμένη στις αρχές του Δημοκρατικού Ταξικού Συνδικαλισμού διασφαλίζει την πλήρη αυτονομία και ελευθερία των οργανώσεών της.

7. Η Ομοσπονδία διοικείται και αποφασίζει για την δράση της σε απόλυτη ανεξαρτησία από τους εργοδότες και την κυβέρνηση. Έχει οικονομική αυτοτέλεια και αυτοδυναμία. Έχει το δικαίωμα να απαντά θετικά ή αρνητικά σε πιθανές εκκλήσεις και θέσεις άλλων κλάδων ή οργανώσεων, με γνώμονα πάντα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, όλων των εργαζομένων που εκπροσωπεί» (άρθρο 2 του καταστατικού, ΣΚΟΠΟΙ).**

Εργατική Πρωτομαγιά στο Αγρίνιο, 1926

 Η περίοδος πριν τον πόλεμο

Η ταξική συνείδηση και η διάθεση για οργανωμένη ταξική πάλη μέσα απ’ τα σωματεία, ωρίμαζε μέρα με τη μέρα ανάμεσα στους εργάτες και κυρίως στους νέους. Βέβαια η Ομοσπονδία Οικοδόμων ήταν δημιούργημα της ανάγκης, αλλά η πρωτοβουλία για την ίδρυσή της ξεκίνησε από τα πιο προοδευτικά στοιχεία της εποχής, γι’ αυτό και η διοίκησή της ήταν στα χέρια  των γνήσιων εκπροσώπων του κλάδου που κατέχονταν από αγωνιστικό ταξικό πνεύμα.

Το 1924 έκανε το πρώτο της συνέδριο μπαίνοντας σε πορεία δημοκρατικής λειτουργίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1928 έγινε το δεύτερο συνέδριο στο οποίο εκλέγεται  στη θέση του Γενικού Γραμματέα  ο αγωνιστής Δημήτρης (Τάκης) Παπαδόπουλος που την Πρωτομαγιά του 1944 ήταν μαζί με άλλους δέκα συναδέλφους, ανάμεσα στους 200 ήρωες που εκτέλεσαν οι Γερμανοί καταχτητές  στην Καισαριανή.

Τα όργανα της 4ης Αυγούστου επί το έργον

Η περίοδος αυτή της δημοκρατικής λειτουργίας της Ομοσπονδίας κράτησε μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Στο διάστημα αυτό έγιναν πολλοί σκληροί αγώνες με βασικά αιτήματα την κατοχύρωση  του 8ωρου, την δημιουργία ασφαλιστικού φορέα και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Ξεχωρίζουν οι ιστορικές απεργίες στη Θεσσαλονίκη του 1932 και του 1936.

Η όλο και μεγαλύτερη άνοδος του συνδικαλιστικού κινήματος ανησύχησε σε μεγάλο βαθμό την άρχουσα τάξη που επιχείρησε να το ελέγξει ρίχνοντας μέσα τους πράκτορές της. Από δω και πέρα οργιάζει ο εργατοπατερισμός που βρίσκεται στο αποκορύφωμά του όταν,  η Μεταξική δικτατορία που ευνούχισε τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις μετέτρεψε σε εθνικές αφού προηγουμένως καθαίρεσε όλες τις εκλεγμένες απ’ τους εργάτες διοικήσεις των σωματείων και Ομοσπονδιών, διορίζει στις θέσεις τους πειθήνια όργανά της.

Φυλακισμένοι στην Ακροναυπλία, 1936
Από τη μορφή της εγκάθετης διοίκησης δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει η Ομοσπονδία Οικοδόμων. Η μεταξική δικτατορία όσους συνεπείς συνδικαλιστές συνέλαβε, άλλους τους έκλεισε στις φυλακές και άλλους τους έστειλε στα ξερονήσια. Όταν οι Γερμανοί εισβάλουν και καταλαμβάνουν τη χώρα, οι ντόπιοι φασίστες παραδίδουν στα χέρια τους όλους τους έγκλειστους αγωνιστές, αρνούμενοι τις εκκλήσεις τους να ελευθερωθούν και να πολεμήσουν για τη λευτεριά της πατρίδας.

Εθνική Αντίσταση - Εμφύλιος

Στην περίοδο της κατοχής όλο το συνδικαλιστικό κίνημα μπήκε κάτω από την καθοδήγηση της Εθνικής μας Αντίστασης ενώ οι διάφοροι εργατοπατέρες  και διορισμένοι συνδικαλιστές λούφαξαν ή συνεργάστηκαν στενά με τον κατακτητή. Οι οικοδόμοι πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος κατά τη διάρκεια της αντίστασης του λαού μας ενάντια στους καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Την Πρωτομαγιά του 1944, που έμελλε να μείνει ορόσημο θυσίας στο βωμό της λευτεριάς, ανάμεσα στους 200 κομμουνιστές που εκτέλεσαν οι Γερμανοί καταχτητές, βρίσκονταν 11 στελέχη του οικοδομικού κινήματος:

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ.Οικοδόμος. Ακροναυπλιώτης, από την Καλλιθέα της Αττικής.

ΔΑΝΔΙΝΙΔΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ. Σοβατζής από την Πάτρα

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ. Γεννήθηκε το 1906 στη Ραιδεστό Ανατολικής Θράκης. Πρόσφυγας φτάνει στον Πειραιά, στη Δραπετσώνα . Γρήγορα συνδέθηκε με την ΟΚΝΕ. Γίνεται μέλος του Κ.Κ.Ε. Μαχητικά παίρνει μέρος στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες. Η δικτατορία του Μεταξά τον βρίσκει με τους πρωτοπόρους οικοδόμους να αγωνίζεται ενάντιά της. Συλλαμβάνεται το 1938 και στέλνεται στην Ακροναυπλία. Το 1941 παραδόθηκε από τις ελληνικές αρχές, μαζί με όλους τους κρατούμενους κομμουνιστές στους κατακτητές. Από την Ακροναυπλία οδηγήθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και την Πρωτομαγιά του 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.

Εργατική διαδήλωση

 ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΠΑΥΛΟΣ. Εργάτης ξυλουργείου, από το Μαρμάρι Εύβοιας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΛΕΚΟΣ. 44 χρόνων, από το Βατούμ Ρωσίας. Υδραυλικός από την Αργυρούπολη Αθήνας.

ΜΗΤΣΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ. Αρτεργάτης-μπογιατζής, από την Κάτω Ρεβέντα Ιωαννίνων.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Τάκης). Οικοδόμος Ακροναυπλιώτης από τον Πόντο, κάτοικος Καλλιθέας. Στέλεχος του ΚΚΕ. Εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας Οικοδόμων στο 2ο Συνέδριο το 1928.

ΠΙΤΤΑΚΑΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ. 41 χρόνων, από το Φραντάτο Ικαρίας. Τραμβαργιέρης και μετά μπογιατζής. Στέλεχος του Κ.Κ.Ε. και της Εργατικής Βοήθειας. Διωκόταν από το 1931 για τη συμμετοχή του στην εξέγερση στον Κάμπο Ικαρίας. Στις 28.10.1940 βγήκε από την παρανομία και ζήτησε να σταλεί στο Μέτωπο να πολεμήσει τον Ιταλό επιδρομέα. Αμέσως οι ντόπιοι φασίστες τον έκλεισαν φυλακή και τον έστειλαν στην Ακροναυπλία.

ΠΛΑΚΟΠΙΤΗΣ ΝΙΚΟΣ. 37 χρόνων, χτίστης από την Κοζάνη. Ακροναυπλιώτης, στέλεχος του Κ.Κ.Ε. και Πρόεδρος του Συνδικάτου Οικοδόμων Κοζάνης.

ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ξυλουργός, Ακροναυπλιώτης, στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Γεννήθηκε στο Πάνορμο της Μ. Ασίας, το 1908. Κάτοικος Σερρών.

ΤΖΩΡΤΖΑΤΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. 27 χρόνων, μαραγκός, από την Κεφαλονιά.

Μετά την απελευθέρωση, το 1945-46 το συνδικαλιστικό κίνημα αναδιοργανώνεται.  Οι συνδικαλιστές που κινούνταν σε ταξική κατεύθυνση παρά τις διώξεις που άρχισαν μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας, πάλευαν μπροστάρηδες για τα προβλήματα του κλάδου και γενικότερα για τα προβλήματα της εργατικής τάξης.Με πρωτεργάτη τον αγωνιστή Γρηγόρη Μελά ιδρύεται η Ομοσπονδία Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων Ελλάδος (ΟΕΟΕ). Οι συνεπείς δυνάμεις δίνουν σκληρές μάχες με τους εγκάθετους εργατοπατέρες για τον έλεγχο της Ομοσπονδίας. Ο εργατοπατέρας-διασπαστής του κλάδου Λυκιαρδόπουλος, μειοψηφώντας στην Ομοσπονδία, θα αποχωρήσει αργότερα και θα φτιάξει τη «δική του» «Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων» εξυπηρετώντας τα σχέδια και τις επιδιώξεις κυβέρνησης και  εργοδοτών.

Την ίδια εποχή οι οικοδόμοι και όλοι οι εργάτες δίνουν νικηφόρα τη μάχη των αρχαιρεσιών και κατορθώνουν να εκλέξουν συνεπείς συνδικαλιστές σε πολλές  ακόμα Ομοσπονδίες και τη ΓΣΕΕ. Το 1946 στο 8ο Πανελλαδικό Πανεργατικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ επικρατούν τα πιο προοδευτικά στοιχεία του εργατικού κινήματος. Εκλέγεται γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας ο κομμουνιστής συνδικαλιστής ηγέτης Μήτσος Παπαρήγας (θα δολοφονηθεί από την Ασφάλεια το Φλεβάρη του 1949).



Ακολουθεί η πιο ανώμαλη περίοδος του εμφυλίου πολέμου που καταλύεται κάθε έννοια συνδικαλιστικής ελευθερίας και καθαιρούνται ξανά οι  δημοκρατικά εκλεγμένες διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Κατά χιλιάδες οι συνδικαλιστές διώκονται, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, εκτελούνται. Η εποχή των εγκάθετων εργατοπατέρων επιστρέφει. Ο αγώνας για ακηδεμόνευτο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα συνεχίζεται.

Σημείωση: (* και **) Τα άρθρα όπως είναι διατυπωμένα σήμερα, στο καταστατικό της Ομοσπονδίας Οικοδόμων.

Νιώθουμε την υποχρέωση να ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα τον συνάδελφο ΧΡΗΣΤΟ ΠΟΥΡΝΑΡΑ, παλαίμαχο συνδικαλιστή, γεν. γραμματέα και πρόεδρο για χρόνια του (πριν το Συνδικάτο Οικοδόμων) «Σωματείου Κτιστών Αθηνών», για την παραχώρηση πολλών πολύτιμων στοιχείων από το πλούσιο αρχείο του.

Αντλήθηκαν στοιχεία και φωτογραφίες από τις πηγές:

Γιάννης Κορδάτος: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ός αιώνας.
Δημήτρης Λιβιεράτος: «Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918-1923», εκδόσεις "Εναλλακτικές εκδόσεις".
Ηλίας Στάβερης: «Οικοδόμοι, ηρωικοί αγώνες μιας 7ετίας 1960-1967», εκδόσεις Παρασκήνιο.
Ιστοσελίδα Ομοσπονδίας Οικοδόμων.
Αρχείο ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΥΡΝΑΡΑ.
Εφημερίδα «Ριζοσπάστης».
Αρχείο εφημερίδας «ΠΑΝΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ».

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στον "Οικοδόμο")
συνέχεια »

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Χρόνια παλιά! [22-12-2012]


 
Σε περίπτωση που καταστραφεί ο πλανήτης, ποια 10 κείμενα θα διαλέγατε για να σώσετε; Ποια κληρονομιά θα διασώζατε για να αντιληφθούν οι επόμενες γενιές τι ακριβώς συνέβη σε αυτόν τον τόπο, λίγο πριν την συντέλεια; Κατόπιν ωρίμου και βασανιστικής σκέψεως αποφάσισα τι θα διέσωζα και σας το παραθέτω. (Η προσπάθεια έχει αξία, αν καταστραφεί μερικώς ο πλανήτης, αν οι επόμενοι έχουν διάθεση να ψάξουν τι έγινε στο παρελθόν, αν προλάβω, αν θα βρω λάκκο να θάψω τα πολύτιμα ντοκουμέντα, αν…, αν…)

Σε περίπτωση καταστροφής λοιπόν, θα διέσωζα:
1. Τα μεταφρασμένα κείμενα των 3 μνημονίων και των 2 μεσοπρόθεσμων  έτσι όπως ψηφίστηκαν από την ελληνική Βουλή και έτσι όπως έγιναν αμαχητί αποδεκτά από τους Έλληνες  ως απόδειξη της απίστευτης, αποστέωσης, αποχαύνωσης και απονεύρωσης ενός λαού.
2. Την διακήρυξη της ΡΙΚΣΥ, της κίνησης του Ανδρέα Λοβέρδου, ως τεκμήριο ατέλειωτης αυταρέσκειας και απέραντης ματαιοδοξίας.
3.  Μια ποιητική συλλογή που συμπυκνώνει αγωνίες, οράματα και αποστάγματα σοφίας του ανθρώπου, από το διάβα του στον πλανήτη. Δηλαδή την ποιητική συλλογή του Τηλέμαχου Χυτήρη, με τίτλο «Τόποι νέοι».
4.  Το εγκεφαλογράφημα του Γιώργου Παπανδρέου, προκειμένου να αντιληφθούν οι επόμενες γενιές ότι για να φτάσει κανείς ψηλά σε αυτόν τον τόπο, το μόνο που σίγουρα δεν χρειαζόταν ήταν ο εγκέφαλος. (μπορεί να το συνόδευα και με απομαγνητοφωνημένα σαρδάμ).
5.  Την καρτέλα ενσήμων του Αντώνη Σαμαρά, ή του Κώστα Καραμανλή. (όποια από τις δύο είναι πιο ελαφριά)
6.  Την πεντάτομη διατριβή του Γεράσιμου Γιακουμάτου, με τίτλο «Τα κουρτινόξυλα της λήθης και 5 στοχασμοί στης λησμονιάς στην αέναη μέθεξη, του βέβαιου θανάτου». Δεν το έχει γράψει ακόμη αλλά αν του το ζητήσουμε θα το έχει έτοιμο σε μια ώρα.
7.  Την φωτογραφία του Χρήστου Παπουτσή από τα χρόνια της ΕΦΕΕ, όταν στην πορεία, κρατάει την σημαία του Πολυτεχνείου. Για να μην ξεχνάνε οι επόμενοι ότι η μετάλλαξη είναι σίγουρη, όταν το μόνο ιδεολογικό σου εφόδιο, είναι το «αγωνιστικό» μούσι.
8.  Την επιταγή δωροδοκίας, του Γιώργου Κοσκωτά  προς τον Μένιο Κουτσόγιωργα, από το βρώμικο 89.  Για να θυμούνται όλοι την τελευταία φορά που πολιτικός στην Ελλάδα τα έπιασε με παρωχημένο τρόπο, πριν όλο το σύστημα δοσοληψιών εκσυγχρονιστεί εκ βάθρων, χωρίς να μπορεί κάποιος να αποδείξει κάτι, παρά μόνο να εικάσει. Και αν αποπειραθεί κανείς να δημοσιεύσει υπόνοιες για υπουργό, να κινδυνεύει με αγωγές εκατομμυρίων, ενώ όλα τα αδικήματα να σβήνονται με την παρέλευση 5ετίας!
9.  Το συμβόλαιο ενός μνημονιακού δημοσιογράφου - αναλυτή σε παράθυρο του Μέγκα, ή άλλου καναλιού. Για να εκτιμήσουν όλοι ότι η ξετσιπωσιά δεν έχει τιμή.
10.  Τις εκατομμύρια οργισμένες σκέψεις, αγανακτισμένες φωνές, αγωνιστικές κορώνες, επαναστατικές διαθέσεις, των Ελλήνων τα τελευταία 3 χρόνια. Μην ανησυχείτε για το πώς θα τις χωρέσω και που. Θα τις στριμώξω όλες σε μια βιοδιασπώμενη σακούλα σούπερ μάρκετ, την οποία θα κλείσω σφιχτά και θα την κρατάω στο χέρι, σαν μπαλόνι. Θα ανεμίζει όμορφα με τόσο αέρα κοπανιστό που θα έχει μέσα.

ΥΓ. Τα ίδια θα διασώσω και τώρα που ο πλανήτης δεν καταστράφηκε. (Ίσως να προσθέσω το τουίτ του Μανόλη Καψή για την Αλεξίου και την Γαλάνη… και το σχέδιο της κυβέρνησης για την «Ανάπτυξη», μαζί με τον κατάλογο του 1,5 εκ ανέργων και των, πάνω από 2.000, αυτόχειρων).

Χρόνια παλιά. Χρόνια βαριά.
Καλή επόμενη χρονιά!

Να χάσουμε ότι είναι ακόμη να χάσουμε, με αξιοπρέπεια, πριν χαθεί και αυτή, αφού έχουμε χάσει ότι ήταν να χαθεί.
Επιτέλους να χάσουμε μια μάχη αφού την έχουμε δώσει και όχι πριν καν αρχίσει.
Αλλιώς καλές μοιρολατρίες και ατέλειωτες ψευδαισθήσεις.
Και να βγούμε κάπου νικητές.
Τουλάχιστον στις  σκιαμαχίες μας!
συνέχεια »

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα αλλιώς ...ΙΙ

 Στα μέσα της δεκαετίας του '90 η Ελλάδα ήταν μια χώρα νοικοκυραίων , που δούλευαν , επιχειρούσαν και συναλλάσσονταν μέσω των τραπεζών χωρίς αυτές να είναι κυρίαρχα αφεντικά στις δουλειές. Το πρωτοεμφανιζόμενο την προηγούμενη δεκαετία είδος prasinofrrrourous, δεν είχε εξελιχθεί ακόμα  στο είδος lamogious στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας. Έτσι λοιπόν η Ελληνική κοινωνία ήταν απλοϊκή σε σχέση με αυτές τις άγριας δύσης. Αγοράζαμε αυτοκίνητα , σπίτια , συσκευές, αρχίζαμε να ταξιδεύουμε δειλά-δειλά εσωτερικά και εξωτερικά, όλα με δικά μας χρήματα χωρίς να επιτρέπουμε στις τράπεζες να μπαίνουν ανάμεσα στις ιδιωτικές μας υποθέσεις.Υπήρχε μια αξιοπρέπεια στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού·όποιος ήθελε να δουλέψει δούλευε και λίγο πολύ   όλοι πορευόμασταν , με ασήμαντα ποσοστά φτώχειας και γηγενούς εγκληματικότητας. Το 1995 οι άστεγοι δεν ήταν φαινόμενο , ήταν περιπτώσεις.
 Σ' ένα ταξίδι μου τότε στην σύγχρονη Ρώμη , στο Λονδίνο, ημέρες γιορτών καλή ώρα, μου έκαναν εντύπωση πρώτα απ' όλα οι πάρα πολλοί άστεγοι, μεμονωμένοι, ζευγάρια και οικογένειες κάθε ηλικίας, αλλά και οι πολλές επιτροπές υποστήριξης τους. Σε όποια pub καθόμασταν , περνούσαν αυτές οι επιτροπές υποστήριξης αστέγων και με  διάφορα hapenigs που έστηναν στο λεπτό , στο δρόμο ή μέσα στα μαγαζιά, προέτρεπαν τον κόσμο να βοηθήσει με τις προσφορές τους το έργο τους. Μου φαινόταν τόσο εξωπραγματικό όλο αυτό από την Ελληνική ρουτίνα... Στις εκεί συζητήσεις  μας όμως μεταξύ μας στην παρέα , καταλήγαμε ότι αυτά είναι αποτελέσματα της  (τότε) Ε.Ο.Κ. και του άκρατου καπιταλισμού, που αυτή διαχέει σε κάθε γωνιά των κοινωνιών που εισβάλει.Οπότε καλομελέτα...
Δεκέμβριος του 2012. Η εικόνα που με συγκλόνισε σήμερα και θα συνοδεύει τα όνειρα και τις σκέψεις μου για πάρα πολύ καιρό. Γωνία Αριστοτέλους με Βασιλέως Ηρακλείου , λίγα μόλις μέτρα από την σειρά του κόσμου πίσω από το ΑΤΜ της Εθνικής,  είναι ένας ηλικιωμένος άστεγος, καθισμένος κάτω στο τσιμέντο του πεζοδρομίου με τα συμπράγκαλα δίπλα του. Ήταν σχετικά καλοντυμένος. Φορούσε και ήταν σκεπασμένος με ένα μαύρο παλτό.Φαινόταν μόνο το ένα χέρι του ,που ήταν άσπρο καθαρό και περιποιημένο· χέρι δουλευτή γραφιά. Ήταν κουλουριασμένος, γυρισμένος προς τον τοίχο και έκλαιγε γοερά. Έκλαιγε σαν μωρό παιδί για την χαμένη ζωή του ή για ό,τι άλλο· αλλά οι λυγμοί του δεν συγκίνησαν κανέναν από τις μερικές εκατοντάδες συνανθρώπων του  που περάσαμε από δίπλα του. Κανένας δεν έσκυψε να του μιλήσει για ένα λεπτό για να του απαλύνει λίγο τον πόνο.
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ και δεν συχωρώ τον εαυτό μου που δεν έκανα κάτι.
                                                                                                                                                          Κουκ
συνέχεια »

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα ξανά. Όχι merry Christmas...

  Μ' αρέσει κι η Βανδή όταν τσιρίζει-γιατί περί τσιρίδας πρόκειται-''Χριστούγεννα ευτυχισμένα, δεν γίνονται καρδούλα μου χωρίς εσένα...''!!! Μ' αρέσουν και οι Wham με τον παλίκαρο τον George Michael στο ''Last (lost) Christmas...''!!! Μ' αρέσουν όλα τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, άλλο λιγότερο κι άλλο παραπάνω.
  Το αστέρι όμως στην κορυφή όλων αυτών των χιλιοπαιγμένων ασμάτων δεν θα μπορούσε να μην είναι ο Φοίβος Δεληβοριάς με τα δικά του Χριστούγεννα. Το βιντεάκι-εισαγωγή σ' αυτό το τραγούδι αναφέρεται. Βιωματικοί στίχοι για τον Φοίβο, αλλά και για τον Χρήστο, τον Πάνο, τον Νίκο, τον Γιάννη, τον καθένα μας.
  Αναμνήσεις από παιδικές φάτσες και κόκκινες μύτες. Από τρίγωνα (που δεν τα πολυγουστάραμε και τα παρατούσαμε εδώ κι εκεί) και παγωμένα χεράκια. Ξυλιασμένα πόδια και ξυλόσομπες στο παλιό δημοτικό της Μαδύτου (φοιτήσαμε εκεί εως τον Μάη του '78 και τον προσεισμό του κυρίως σεισμού).
  Όλα μοιάζαν τόσο διαφορετικά. Μπορεί να 'ταν τα μάτια μας ''μικρότερα'', μα όλα  φάνταζαν μαγικότερα. Μετρούσαμε αντίστροφα τις μέρες μόνοι μας σαν έμπαινε ο Δεκέμβρης και δεν περιμέναμε το Jumbo να μας τις μετρήσει. Ξύλινα τα δέντρα, κομμένα απ' τις πλαγιές τις Βαρβάρας, χωμένα σε τενεκέ (τυροκομίας συνήθως!) και τοποθετημένα κοντά στον πίνακα της τεράστιας τάξης των 35 ψυχών. Βαμβάκι σκορπισμένο να παριστάνει το χιόνι και στολίδια-αποθέωση του κιτς, μα τόσο γλυκά κι όμορφα συνάμα, που δεν ξεχνιούνται ούτε σε δυό ζωές.
   Βαριές τσάντες, ανάλαφρη διάθεση και δάσκαλοι που σου τη ''σβούριζαν'' χωρίς να απολογούνται στον Ευαγγελάτο. Σεμνή σχολική γιορτή, μπουμπούνες που ξεχνούσαν τα ποιήματα και διακοπές χειμωνιάτικες. Το κρύο πάντα δυνατό. Οι παροιμίες αληθινές. Τ' Άγι' Αντρέα αντρείωνε και της Άγιας Βαρβάρας το βαρβάρωνε πραγματικά ο καιρός. Όχι όπως τώρα, που μέχρι Δεκέμβρη ονειρευόμαστε παραλίες.
   Κι ύστερα κάλαντα με δυάδες-max τριάδες- για να μην έχουμε πολλά μερτικά. Οι θείες που προσπαθούσαν ''ζούλα'' να δώσουν κανένα φράγκο παραπάνω στον εκλεκτό και να χαλάσουν την ομοιογένεια της ομάδος, και οι ''άμιες'' που προσκολλημένες στην εποχή των παγετώνων μας έδιναν ρόδια και γλυκά και μας έκαναν έξαλλους! Τόσο απίστευτοι ήμασταν που θυμάμαι πως δεν διστάζαμε να κάνουμε κι απογευματινή βάρδια στην δεξιά (καθώς ανεβαίνουμε) πλευρά του χωριού.
  ''Στραβωμένοι'' με την Χριστουγεννιάτικη λειτουργία, πηγαίναμε μόνο αν κρατούσαμε τα εξαπτέρυγα. Για εκκλησία φεύγαμε, στους δρόμους καταλήγαμε με μπάλες ποδοσφαιρικές για να λασπώσουμε τα γιορτιάτικα ή με χιονόμπαλες για να σπάσουμε καμιά τζαμαρία. Μα και μέσα στο σπίτι το δέντρο  έπεφτε τουλάχιστον μια φορά κατά την διάρκεια των γιορτών υπαιτιότητά μας και το ανάλογο ''μπερντάκι'' έπεφτε επίσης, από τις επί μονίμου εξοργισμένες μαμάδες (τι σατανάδες ήμασταν!).
   Ο πατέρας-Αϊ Βασλης στις ζωές μας δεν μας άφηνε να μπούμε στην διαδικασία ύπαρξης ή μη του Κόκα-κολάτου Παχύσαρκου γέροντα. Δεν μας ένοιαζε στο κάτω-κάτω της γραφής. Τα δώρα έρχοταν στην ώρα τους κι ας μην είχαμε χρήμα για σκόρπισμα. Νοικοκυραίοι όλοι, χωρίς διακοποδάνεια και χρυσές πιστωτικές, φρόντιζαν να δηλώνουν παρόντες στις ανάγκες μας.
  Ο χρόνος που άλλαζε, οι μαμουνιές από μαμάδες και μπαμπάδες με τις βασιλόπιττες και ο Αγιασμός της λίμνης. Αυτό κι αν δεν ήταν θρύλος. Νόμιζα πως όλη τη χρονιά ζούσα για τη στιγμή που θα κατεβούμε στην παγωμένη Βόλβη για να δούμε τους τεράστιους (για τα παιδικά μας μάτια) 18-20άρηδες να διαγωνίζοναι για την υπέρτατη τιμή. Έναν μήνα διαρκούσαν οι ιστορίες μας για το πως βούτηξαν, ποιος πάγωσε, ποιος προσπέρασε. Πραγματικό You tube!!!
   Τελικά δεν κάνει λάθος ο Φοίβος που μιλάει για θερμοκοιτίδες και χωριά. Πραγματικά πρέπει να 'σαι πιτσιρίκος για να νιώσεις αληθινές γιορτές. Έστω κι ως διακοπή απ' το ρουτινιάρικο σχολείο. Ή τουλάχιστον να ζεις σε χωριό. Να ζεις σε χωριό και να μην το έχεις ξεχάσει. Για να πεις τα κάλαντα στους δρόμους, για να κάνεις τζερτζελέ στην πλατεία με τους λουκουμάδες για να αστειευτείς με τον συγχωριανό σου για τη ζωή χαρισάμενη που περνάει ο τόπος μας.
   Ευτυχία οι γιορτές αδέρφια. Ευτυχία γιατί είμαστε παρόντες και γιατί τις ζούμε. Έστω και με λιγότερα λεφτά, όπως παλιά. Έστω και με ξυλόσομπες.
   Σημασία μεγάλη έχει λοιπόν να μην γίνουμε η ''Αγέλαστη Πολιτεία και οι καλικάντζαροι''. Γιατί είναι μεγάλη κατάρα να περιμένεις να σε σώσουν οι καλικάντζαροι.
   Κι αυτό, πάνε χρόνια που μας συμβαίνει...
   Μα εδώ αρχίζει άλλο παραμύθι....
Υ.Γ. Δεν ξέρω ποιες ακριβώς εκδηλώσεις θα γίνουν στη Νέα Μάδυτο την περίοδο των γιορτών. Αν ξέρει κάποιος, ας μπει στον κόπο να τις αναρτήσει στην ομάδα. Το μόνο που θα εκφράσω είναι ο βαθύτατος θαυμασμός κι η εκτίμησή μου στους ανθρώπους που με επιτυχία μικρή ή μεγάλη (δεν έχει σημασία) φτιάχνουν πράγματα, δηλώνουν παρόντες στα πολύ-πολύ δύσκολα που περνάμε.
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
συνέχεια »

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα αλλιώς...

Μια φορά και έναν καιρό πριν από πολλάα  πολλάα χρόνια, ήταν μια πολιτεία . Κρύα , σκοτεινή και μουντή. Σ' αυτήν λοιπόν τη μεγάλη πολιτεία , οι άνθρωποι που την κατοικούσαν, ήταν ίδιοι με όλους τους ανθρώπους όλων των πολιτειών σε όλο τον κόσμο. Οι πλούσιοι , ήταν τόσο πολύ πλούσιοι, που νόμιζαν ότι ο κόσμος γυρνάει γύρω από τα πλούτη τους και έτσι δεν μπορούσαν να δούνε τους φτωχούς , που έτσι κι αλλιώς ήταν βουτηγμένοι στη φτώχεια τους που δεν μπορούσαν να δούνε τίποτα άλλο.
 Σ' αυτήν λοιπόν την πολιτεία ζούσε ένας πλούσιος τσιγκούνης  γερό-έμπορας.Ο Εμπενέζερ  Σκρουτζ. Τα πλούτη του τα είχε κάνει με την μεγάλη του τσιγκουνιά και   όπως όλοι οι πλούσιοι , με κλεψιές και απατεωνιές απέναντι στους φτωχούς πελάτες του . Δάνειζε φτωχούς βιοπαλαιστές με διάφορο  που δεν το μείωνε ποτέ όσο αναγκεμένος κι αν ήταν ο χρεωστής του.
 Είχαν πλησιάσει όπως τώρα καλή ώρα οι παραμονές των Χριστουγέννων και κάθε μέρα περνούσαν από το μαγαζί του διάφορες επιτροπές , που του ζητούσαν να  συνεισφέρει στον κουμπαρά που είχαν, για να βοηθήσουν τους φτωχούς, τους ανήμπορους και τα ορφανά παιδιά  αυτής της πολιτείας. Ο παραγιός του , ο ανιψιός του δηλαδή ο Φρεντ, τους έστελνε μέσα στο γραφειάκι από όπου τους έδιωχνε κακήν κακώς ο γερό- Σκρουτζ. Δεν έδινε ποτέ σε κανέναν τίποτα . Την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν έκλεισαν τα μαγαζιά και αφού μέτρησε τις εισπράξεις του,  ο παραγιός του το κάλεσε στην γιορτή που θα πήγαινε με τους φίλους του και την οικογένειά του . Ο γερό-τσιγκούνης όμως σκέφτηκε ότι έπρεπε να ανταλλάξουν δώρα  και προτίμησε να μείνει μόνος του στο σπίτι.
 Ενώ όλος ο κόσμος γλεντούσε, σήκωνε τα ποτήρια τσούγκριζε και ευχόταν , ο Σκρούτζ στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Τον είχε επισκεφθεί το πνεύμα του του νεκρού πρώην συνεταίρου του ( που τον είχε "ρίξει" στα καπιτάλια ο Σκρουτζ) και του εξηγούσε πόσο μάταιο είναι να θησαυρίζει χρήματα χωρίς να βοηθάει κανέναν....
 Μια τέτοια μέρα του Δεκεμβρίου του 1843, είδε για πρώτη φορά τον κόσμο ο χαρακτήρας του τσιγκούνη Σκρουτζ , γεννημένος από την πένα του Κάρολου Ντίκενς.
 Αν θέλετε να ζήσετε  λίγο από το πνεύμα των Χριστουγέννων, πάρτε την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Κ. Ντίκενς  , διαβάστε την , μόνοι σας ή με τα παιδιά σας και μετά πάρτε ότι παιδικά ρούχα μπορείτε να χαρίσετε, τρόφιμα και φάρμακα και κατεβείτε στο λιμάνι το Σάββατο από τις 12.00 μέχρι τις 18.00 για να δούμε τα Χριστούγεννα αλλιώς ...
http://parallaximag.gr/content/%CF%84%CE%B1%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CF%82-2012-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%AE-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CF%8D%CE%B7%CF%82 
συνέχεια »

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Ανάπηροι πολίτες, σε μια ανάπηρη χώρα.

   Μου συνέβη πριν κάποια χρόνια-όχι πολλά- στη Φαένσα, μια πόλη στην Εμίλια Ρομάνια, στις παρυφές του Ιταλικού Βορρά. Περπατούσα αφηρημένος σ' έναν δρόμο-κάτι σαν πεζόδρομο- όταν ένοιωσα δεκάδες ποδήλατα να φεύγουν δεξιά κι αριστερά μου σαν να θέλουν να με πατήσουν! Μετά την πρώτη έκπληξη διαπίστωσα πως περπατούσα αλλ' αντ' άλλων, όπως συνήθως, στη μέση ενός από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης ο οποίος ήταν εξ' ολοκλήρου δοσμένος στους ποδηλάτες. Φλατ η πόλη, το ποδήλατο ιδανικό μέσο μεταφοράς κι έτσι μικροί-μεγάλοι φεύγανε με χίλια! Τελικά για καλή μου τύχη δεν με πάτησε κανείς κι έτσι έμαθα να 'μαι πιο προσεκτικός!
  Μέχρι να συνέρθω απ' την πρώτη έκπληξη να 'σου άλλη μεγαλύτερη! Μέσα σε μια νύχτα πρέπει να μέτρησα καμιά 20ρια αναπηρικά καροτσάκια με ανθρώπους οι οποίοι εκινούντο, έστριβαν, σταματούσαν, ψώνιζαν, κουτσομπόλευαν, φλέρταραν κ.λ.π. Έκαναν ό,τι κάνει λίγο-πολύ ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Θα έπεσε καμιά βόμβα σκέφτηκα. Μα είναι δυνατόν μια πόλη 70-80 χιλιάδων να 'χει τόσους ανάπηρους? Εδώ η Σαλονίκη με 1εκατομμύριο και βάλε κόσμο και 20 ανάπηρους δεν έχω δει. Κι αυτούς που είδα, στα ματς της Ηρακλάρας τους είδα, πιθανώς ανάπηροι από τον Β' παγκόσμιο πόλεμο! Έκτοτε η Ελλάς σταμάτησε να βγάζει ανάπηρους! Όσους είχε από τότε τους ''βόλεψε'' μια άδεια για περίπτερο και ξεμπέρδεψε! Ανάπηροι τώρα πια στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία και σ' όλεςτις προηγμένες χώρες. Εδώ χαίρουμε όλοι άκρας υγείας! Ή μήπως όχι?
    Μήπως έχουμε φτιάξει τον δικό μας Καιάδα μιμούμενοι το όνειδος των αρχαίων προγόνων μας? Μην το ξεχνάμε! Οι Σπαρτιάτες, πρόγονοί μας εκτός από την δόξα των Θερμοπυλών κουβαλούσαν και την ντροπή του Καιάδα! Με τη δικαιολογία (πραγματική ή όχι) πως το κράτος-πολεμική μηχανή δεν έχει χρόνο και χρήμα για τους ''ελαττωματικούς'' πολίτες του, τους γκρεμοτσάκιζαν και συνέχιζαν απτόητοι τις γυμναστικές-πολεμικές τους επιδείξεις!
   Όλα καλά. Κι εμείς? 2500 χρόνια μετά? Καμιά πρόοδος. Κράτος αδιάφορο, χωρίς σχέδιο, χωρίς μέριμνα. Κράτος ανάλγητο. Κράτος γουρούνι!
  Πολίτες αδιάφοροι, πολίτες παρτάκηδες, πολίτες γουρούνια. Αυτοί είμαστε. Πολίτες γουρούνια-γαϊδούρια κι ό,τι άλλο συμπαθητικό τετράποδο χαμηλής ευστροφίας υπάρχει στον πλανήτη.
  Δεν μπορεί να σχεδιάζεις πεζοδρόμιο με περίπτερο-λακκούβα-παρτέρι-δεντράκι-κολώνα-κολωνάκι και ταμπέλα!!! Απροσπέλαστο κι απ' τον Τζακ Νόρις, όχι από ανάπηρους! Έβαλες όμως ράμπα στο τέλος, έξυπνο κράτος! Τον επιβραβεύεις τον ανάπηρο! Αφού σου λέει πέρασες τα χίλια-μύρια για να διανύσεις 50 μέτρα πάρε τη ραμπούλα σου! Μπράβο στους Δήμους, στις πολεοδομίες, στις ρυμοτομικές εν γένει υπηρεσίες, και δεν ξέρω που αλλού!
    Εκεί όμως επεμβαίνουμε εμείς. Οι αμόρφωτοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, οι αδιάφοροι, οι μαλάκες. Παρκάρουμε το αμαξάκι μας για να πούμε δυο κουβεντούλες στο γκομενάκι, για να πάρουμε ενα πακετάκι τσιγάρα, για να μιλήσουμε στο φιλαράκι μας μωρέ! Παρκάρουμε γιατί βιαζόμαστε, γιατί δεν βρίσκουμε αλλού θέση, γιατί αδιαφορούμε. Παρκάρουμε στο Σούπερ Μάρκετ στις θέσεις αναπήρων για να μην περπατάμε (κι εξάλλου ποιος θα μας δει?), ανεβαίνουμε στο πεζοδρόμιο με την αμαξάρα γιατί έτσι γουστάρουμε! Ποιοι ανάπηροι μωρέ τώρα? Τολμάνε να βγουν απ' το σπίτι? Έτσι είναι. Δεν τολμάνε να βγουν απ' το σπίτι. Πολίτες δευτερής κατηγορίας, χωρίς ούτε μια σύνταξη της προκοπής, Τις συντάξεις τις ''μασουλίσανε'' χρόνια ολόκληρα οι γαλαζοπράσινοι ανάπηροι-μαϊμούδες και τώρα για τους πραγματικούς ανάπηρους ας μείνει η δόξα!
   Θα τους χειροκροτήσουμε στα Special Olympics για τα μετάλλια που θα φέρουν, θα τους ονομάσουμε ''άτομα με ειδικές ανάγκες'' και θα νιώσουμε καλά. Μερικοί πιο προχωρημένοι πολιτικάντηδες εισήγαγαν και τον όρο ''άτομα με ειδικές ικανότητες'' και αισθάνθηκαν ακόμη καλύτερα.
   Μαλακίες! ''Άτομα με ειδικές ανάγκες'' είμαστε όλοι μας. Στον τρόπο που τρώμε, στον τρόπο που κοιμόμαστε, στον τρόπο που δουλεύουμε (αν δουλεύουμε) και στον τρόπο που κάνουμε sex, (αν κάνουμε sex!).Είμαστε γεμάτοι ''ειδικές ανάγκες''. Οι συμπολίτες μας στο αναπηρικό καροτσάκι είναι ανάπηροι και οι ωραιοποιήσεις ούτε συγκινούν, ούτε ωφελούν. Ούτε την βοηθειά μας έχουν ανάγκη, ούτε τον οίκτο μας. Απλά δεν ανέχονται πια την μαλακία μας και τον ζαμανφουτισμό μας.
   Θέλω στ' αλήθεια να βρεθεί ένα μηχάνημα σ' όλες τις ράμπες κι όλα τα παρκινγκ αναπήρων που να φωνάζει δυνατά κι επαναλαμβανόμενα, όταν πάει κάποιος πονηρά να παρκάρει:''είσαι μαλάκας, δεν είσαι ανάπηρος!!!είσαι μαλάκας, δεν είσαι ανάπηρος!!!"
συνέχεια »

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

«Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!»

«… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
Κάποιες φορές όμως, όταν οι φτωχοί και οι κατατρεγμένοι  αυτού το κόσμου δεν το δέχονται, αντιδρούν, επαναστατούν και προσπαθούν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους· άλλες φορές έχοντας σχέδιο μέσα στο μυαλό τους για το πως θα μοιράσουν πλούτο και εξουσία , ενώ άλλες απλά αγανακτούν με τους κλέφτες και βγαίνουν στο δρόμο για να δηλώσουν τα συναισθήματά τους.
 Στην σύγχρονη Ελληνική ιστορία, ο Δεκέμβρης μας έχει δώσει τέτοιες αντιδράσεις του Ελληνικού λαού. Το '44 βγαίνοντας από τον πόλεμο , παρ' όλη την καταστροφική του μανία , το φρόνημα των  φτωχών αγωνιστών ενάντια στην κάθε είδους κατοχή ήταν υψηλό.Είχαν αντισταθεί και συμμετείχαν με μεγάλη επιτυχία στην προσπάθεια αυτοδιάθεσης. Είχαν όνειρα για το μέλλον τους, τα οποία δυστυχώς όμως δεν ταίριαζαν με τα σχέδια των πλουσίων αυτού του κόσμου και γι' αυτό κάθε προσπάθεια για ελευθερία κατεστάλη άγρια από την παγκόσμια αυτοκρατορία που πλασαριζόταν ως σύμμαχος.
 Ακολούθησαν μέτρα συμμόρφωσης και αναμόρφωσης  των μαζών που πίστεψαν ότι μπορούν να ονειρεύονται .
  Τον Δεκέμβριο του 2008 η Ελληνική κοινωνία παρ' ότι τελούσε εν υπνώσει , μπουκωμένη με δανεικό φαγητό, τζιν και γυαλιστερά αυτοκίνητα, οι υγιείς δυνάμεις της έβραζαν. Έβραζαν από αγανάκτηση για τα επερχόμενα. Αυτά που δεν μπορούσε να δει το βολεμένο κομμάτι της , αλλά τα έβλεπαν πολύ καλά οι νέες γενιές. Στο πρόσωπο, το κορμί και την ψυχή του έφηβου Γρηγορόπουλου , η εξουσία των πλουσίων δολοφονούσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το μέλλον αυτής της γενιάς , αυτής της οργανωμένης κοινωνίας όπως την ξέραμε. Εξέγερση. Μαθητές , φοιτητές , νέοι άνεργοι , οι γονείς τους, και πολλοί άλλοι στους δρόμους. Σε όλη την Ελλάδα , σε μεγάλες και μικρές επαρχιακές πόλεις. Για δύο βδομάδες ο όγκος του κόσμου που βγήκε ακηδεμόνευτος από κομματικές σημαίες στους δρόμους της Ελλάδας για να διεκδικήσει το μέλλον του, κάνει την συμμετοχή στο Πολυτεχνείο να μοιάζει με προσυγκέντρωση. 
 Τον Μάιο του 2010, ΣΟΚ. Η επίσης δολοφονία των εργαζομένων στη Marfin, ξεκίνησε έναν άλλο κύκλο τρομοκράτησης του λαού που έβαλε τα πράγματα στην θέση τους,  αποτρέποντας την λαϊκή συμμετοχή στις αντιδράσεις για τις "δράσεις τους". Έκτοτε παρακολουθούμε απαθείς και αμέτοχοι την κοινωνική και οικονομική μας κατρακύλα αναμένοντας κάποιον άλλον να μας σώσει.
 Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

 Τριάντα οχτώ χρόνια σήμερα από τον Θάνατο του μεγάλου μας ποιητή Κ. Βάρναλη. Η πρώτη παράγραφο είναι από την "Αληθηνή απολογία του Σωκράτη" και η τελευταία στροφή από το ποίημα "Οι Μοιραίοι"
                                                                                                                                                      Κουκ
συνέχεια »

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ο Σιούλας ο ταμπάκος




Ταμπάκικα
Σὲ ἀρκετὲς πόλεις τῆς Ἑλλάδας ὑπῆρχαν ὡς τὰ τελευταῖα χρόνια συντεχνίες, δηλαδὴ κλειστὲς ἐπαγγελματικὲς ὁμάδες, ποὺ λέγονταν ἐσνάφια ἢ ἰσνάφια ἢ σινάφια τέτοιες ἦταν: τῶν χαλκωματάδων, βυρσοδεψῶν (ταμπάκηδων ἢ ταμπάκων) κ.ἄ. Πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς συντεχνίες ἔχουν τὶς ῥίζες τους στὴν οἰκονομικὴ ὀργάνωση τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Ἡ ἐποχή μας ἐξαφάνισε τὶς περισσότερες. Στὸ μαρασμὸ τῆς συντεχνίας τῶν ταμπάκων στὰ Γιάννενα ἀναφέρεται καὶ τὸ διήγημά μας.



Γαλαζοπράσινη καὶ βαθιά, δίπλα στὴ μικρὴ πόλη, ἁπλώνεται ἡ λίμνη. Μέσα στὰ νερά της καθρεφτίζει τὰ ψηλά του τὰ τείχια τὸ παλιὸ μεσαιωνικὸ καὶ -θέλουν νὰ λὲν- ἀκόμα παλιότερα κάστρο της.


Ταμπάκοι
Πίσω ἀπ᾿ τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ κάστρου, στὴν ἄκρη, ἄκρη τῆς λίμνης, πάνω στὴν ὄχτη της, βρισκόταν ὁ μαχαλᾶς τῶν ταμπάκικων. Ἔτσι τὰ λέγανε τὰ βυρσοδεψεῖα. Καὶ ταμπάκους λέγανε τοὺς βυρσοδέψες- ταμπάκηδες ποὺ τοὺς λένε στὶς Σέρρες, στὸ Βόλο, θαρρῶ καὶ στὴ Σύρα.
Σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ μαχαλᾶ, μέσα στὸ νερὸ τῆς λίμνης, ἀραδιαζόντανε τὰ τομάρια, τεζαρισμένα καλὰ σὲ ξύλινα τελάρα καὶ τὰ παίρναν ὕστερα, ἅμα μουλιάζαν καὶ τ᾿ ἀργάζανε μέσα στ᾿ ἀργαστήρια- στὰ ταμπάκικα.
Ὅλα θὰ ῾τανε καμιὰ δεκαπενταριὰ- εἴκοσι αὐτὰ τ᾿ ἀργαστήρια, λιθόκτιστα, δίπατα, ὅλα μὲ θολωτὲς μεγάλες πόρτες, στὴ σειρὰ κι ἀκουμπισμένα στὰ τείχια τοῦ κάστρου. Τὸ κάτω πάτωμα εἶχε τὰ παράθυρα μικρά, σὰν πολεμίστρες. Ἦταν ὅλο ἕνα μεγάλο χαγιάτι πλακόστρωτο, μὲ κάτι ξύλινες σκάφες ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ χαγιάτια, κᾶνε ξυπόλητοι, κᾶνε μὲ κάτι μεγάλα ποδήλατα καὶ ξεβράκωτοι - δηλαδὴ μονάχα μὲ τὸ βρακί τους - δουλεῦαν οἱ ταμπάκοι τὰ δέρματα. Τ᾿ ἀπάνω πάτωμα πρόβαλλε στὸ δρόμο κάπου μισὸ μέτρο παραέξω ἀπ᾿ τὸ κάτω κι εἶχε τὰ παράθυρα μεγάλα - εἶδος βενετσιάνικα. Ἤτανε τὸ κατοικιό τους ἐκεῖ κι ἀνεβαῖναν ἀπὸ μία μικρὴ ξύλινη σκάλα μέσ᾿ ἀπ᾿ τ᾿ ἀργαστήρια. Ὁ τόπος, ὅλος τριγύρω βρωμοκόπαγε τὴν ξινὴ δριμίλα τοῦ τομαριοῦ.
Η περιοχή της Σκάλας. Στα σπίτια της παραλίας βρίσκονταν τα ταμπάκικα
Οἱ ταμπάκοι παινεύονταν πὼς ἦταν ἀπὸ τοὺς παλιότερους κατοίκους αὐτῆς τῆς πόλης καὶ πὼς ἦταν ὅλοι τους ἀρχόντοι «καστρινοὶ» ποὺ τοὺς πέταξαν οἱ Τοῦρκοι ἀπ᾿ τὸ κάστρο ὕστερα ἀπ᾿ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Σκυλόσοφου, στὰ 1612. Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, μιλούσανε τὸ ἰδίωμα τῆς πόλης καθαρότερα ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ τὸ κρατοῦσαν ἀμόλευτο στὸ λεξιλόγιο καὶ στὴ φωνητική του.
Τὰ νταραβέρια τους ὡστόσο μὲ τὴν πόλη ἦταν πολὺ λιγοστά. Σχεδὸν ποτὲ δὲν ἀνεβαῖναν «ἀπάνω» ἂν δὲν εἴχανε κάποια δουλειά. Καταφρονούσανε τοὺς καινούριους κατοίκους της καὶ μπορεῖ κανένας νὰ πεῖ πὼς μήτε τοὺς ἤξεραν τοὺς μαχαλᾶδες ποὺ φκιάσαν οἱ μικρασιάτες πρόσφυγες. Ἔμεναν ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὸ κάστρο, ἕνας κόσμος ξεχωριστὸς καὶ κλεισμένος. Τελειωμένος.


Λίγο παραπάνω ἀπ᾿ τὰ δικά τους τ᾿ ἀργαστήρια, ἤτανε τὰ ξυλάδικα. Μετσοβῖτες καὶ ζαγορίσιοι - ἀπ᾿ τὰ βλαχοζάγορα - δουλεύαν ἐκεῖ. Οἱ ταμπάκοι δὲν εἴχανε κανένα νταραβέρι μαζί τους. Δύο δρόμους παραπάνω οἱ βαρελᾶδες - μετσοβῖτες καὶ βλάχοι κι αὐτοὶ βοβουσιῶτες καὶ ντρομπρινοβίτες, κοπανούσανε χρόνια ἐκεῖ πέρα, πάνω στὰ ρόμπολα καὶ τὶς ὀξιές, μὲ τὰ ξύλινα σφυριά τους, τὸν ἴδιο μόχτο. Οἱ ταμπάκοι τοὺς ξέρανε, τοὺς καλημερίζαν, διαφορὲς δὲν εἶχαν μαζί τους καὶ πάρα- δῶσε δὲν εἶχαν. Ἦταν, βλέπεις ντατσκαναραῖοι, ἤγουν χωριάτες. Λίγο παρακάτω, δίπλα στ᾿ ἀργαστήρια τους ἦταν ἡ Σκάλα. Τὰ μεγάλα καΐκια τῆς λίμνης, σκαφιδωτὰ κι ἀργοκίνητα, σφαχτά, τυριά, βουτύρατα καὶ τὰ τέτοια. Οἱ ταμπάκοι ψωνίζαν ἅμα χρειαζότανε κάτι, μὰ καὶ κεῖ δὲν εἴχανε πολλὰ νταραβέρια - τί νταραβέρια μὲ τοὺς χωριάτες;
Το παλιό λιμάνι στη Σκάλα
 Τὸ βράδυ πηγαίνανε σὲ δικά τους κρασοπουλειὰ ὅπου δὲν πατούσαν χωριάτες- μονάχα καϊκτσῆδες ἀπὸ τὸ μικρὸ νησὶ τῆς λίμνης μπαίνανε καμιὰ φορὰ καὶ πίνανε λίγο μαζί τους, πρὶν γυρίσουν στὸ νησί τοὺς τὸ βράδυ. Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἔνωνε τὸ πάθος τοῦ κυνηγιοῦ - γι᾿ αὐτὸ τοὺς δίναν τὸ ἐλεύτερο νὰ κάτσουνε δίπλα τους.
Σ᾿ αὐτὰ τὰ κρασοπουλειὰ τὰ δικά τους τὰ τραπέζια ἤτανε χαμηλὰ κι εἴχανε στὴ μέση μία τρύπα, γιὰ νὰ μπαίνει τὸ χειμώνα τὸ μαγκάλι. Καθότανε γύρω, γύρω, σὲ σκαμνιὰ ποὺ ῾τανε κι αὐτὰ χαμηλὰ καὶ τὸ κρασὶ πρὶν τὸ πιοῦνε τὸ ζεσταίνανε σὲ χαλκωμένους μαστραπᾶδες. Ἡ κουβέντα γύριζε πάνω σὲ παλιὲς ἱστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα. Ἄντρες σκληροὶ καὶ περήφανοι, σπάνια μιλούσανε γιὰ δουλειὲς καὶ συμφέροντα - δὲν τὸ καταδέχονταν. Καὶ πολιτικὴ δὲ μιλούσανε - δὲν εἴχανε μὲ ποιὸν νὰ τσακωθοῦνε, γιατί ῾ταν ὅλοι τους σφόδρα βενιζελικοί - Ἑλλάδα τῶν πέντε θαλασσῶν, καθὼς ταιριάζει σὲ παλιοὺς καστρινοὺς ἀρχοντᾶδες. Ψήφιζαν πάντοτε καὶ τὸ βενιζελικὸ ὑποψήφιο δήμαρχο καὶ τοὺς βενιζελικοὺς ἐπιτρόπους στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ τελειώνανε καὶ μ᾿ αὐτά. Αὐτάρκεια. Ἠθική. Κοινωνική. Πολιτική.

Καὶ ἐπαγγελματική. Κανένας δὲν ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ ἐπάγγελμα καὶ κανένας ξένος δὲν ἔμπαινε -ἡ παράδοση τοῦ συναφιοῦ, πού ῾ταν κι ἀπὸ τὰ παλιότερα τῆς πόλης, λὲν οἱ ἁρμόδιοι, δὲν εἶχε ἀλλάξει ἀκόμα. Μόνο ποὺ στὰ χρόνια ποὺ γράφω, καθὼς ἦταν λιγοστοὶ καὶ δενόνταν ὅλοι μὲ συγγένειες μεταξύ τους, εἶχε γίνει πιὰ καὶ δουλεῦαν συνεταιρικὰ σὲ κάθε ργαστήρι. Μαστόροι καὶ καλφᾶδες γίναν ἕνα- ἦταν ὅλοι τους μαστόροι πιά - καὶ νοικοκυραῖοι. Αὐτὸ μονάχα εἶχε ἀλλάξει. Ὅλα τ᾿ ἄλλα μέναν ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πρωτόγιναν αὐτὰ τ᾿ ἀργαστήρια. Πολὺ λίγο γνοιαζόνταν αὐτοὶ νὰ μάθουν τί γίνεται ἀλλοῦ μὲ τὰ δέρματα. Ἀκόμα καὶ στὴν ψαρόκολλα - τσουκάλι τὴ λέγανε - τὴ φκιάχνανε πάντα μονάχοι τους ἀπὸ τὰ ψάρια τῆς λίμνης. Καὶ βαφὲς καὶ βαψίματα ὅπως τὰ ξέραν, ὅπως τὰ βρῆκαν. Καὶ ὅλα. Ὅπως τὰ ξέραν, ὅπως τὰ βρῆκαν. Ἀναντὰμ παπαντάμ.

Ταμπάκος ἀναντὰμ παπαντὰμ ἤτανε κι ὁ Σιούλας. Ἀπὸ πατέρα ταμπάκο, ἀπὸ μάνα κόρη ταμπάκου. Ἐκεῖ γεννήθηκε. Ἐκεῖ ἔπαιξε τὰ κότσια καὶ τὴ σκλέντζα - ὅπως λέγανε τὸ ξυλίκι - τὶς ὁμάδες - ὅπως λέγανε τὶς ἀμάδες - τ᾿ ἀμπελοπήδημα καὶ τὰ σκλαβάκια καὶ χτυπήθηκε στὸν πετροπόλεμο μὲ τὰ παιδιὰ ἀπ᾿ τοὺς γειτονικοὺς μαχαλᾶδες. Ἐκεῖ ἔμαθε γράμματα καὶ κολύμπι, πρωτοπῆγε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ στὸ κυνήγι στὴ λίμνη. Καὶ μεγάλωσε, μπῆκε στὴ δουλειά, παντρεύτηκε κι ἔφκιασε δική του φαμίλια κι ἔμεινε πάντα μὲ τὴν ψυχή του γεμάτη κλειστὴ περηφάνεια, ἀτράνταχτη αὐτάρκεια κι ἀδυσώπητη καταφρόνια γιὰ κάθε καινούριο. Κάθε νεωτερισμὸς ἦταν ξιπασμός.

Ἕνας δικός τους -σπανιότατο πράμα- πῆγε καὶ ξενιτεύτηκε. Πῆγε μακριὰ καὶ γύρισε κάποτε μὲ χρυσὴ καδένα στὸ γιλέκο καὶ παρᾶδες στὴν τζέπη. Καὶ καθὼς τὸ αἷμα δὲ γίνεται νερό, στριφογύριζε ὅλη μέρα στὰ ταμπάκικα καὶ τὸ βράδυ πήγαινε στὰ κρασοπουλειὰ τὰ δικά τους καὶ καθόταν μαζί τους. Καὶ γιατί νὰ μὴ κάθεται. Μόνο ποὺ ξεπήδαγε κάθε τόσο κι ἤθελε πάντα νὰ λέει γιὰ τὶς χῶρες τὶς μακρινὲς καὶ τὰ θάματα πού ῾δαν τὰ μάτια του. Τὸν στραβοκοιτάξανε στὴν ἀρχή, τὸν ἀποπήρανε καναδυὸ φορές, πάλι δὲν ἔλεγε νὰ τὸ κόψει.

Ἤτανε λέει μεσημέρι, καλοκαίρι, κι οἱ ταμπάκοι, ὅπως ἤτανε μὲ τὰ βρακιά τους μονάχα στ᾿ ἀργαστήρια, βγῆκαν λίγο νὰ ξαποστάσουν καὶ νὰ πάει καὶ τὸ ψωμὶ παρακάτω, ὅσο νὰ πιάσουνε πάλι δουλειά. Ἤτανε κι αὐτὸς ἐκεῖ καὶ πῆγε πάλι κάτι νὰ πεῖ, πάλι γιὰ τὰ ταξίδια.
-Καὶ δὲ μοῦ λές, σὲ περικαλοῦμε, τὸν ρώτησε ἄξαφνα ὁ Σιούλας καὶ σηκώθηκε σιγὰ σιγὰ καὶ πῆγε κοντά του. Ἔμαθες καὶ νὰ διαβάζεις τίποτα φράγκικα ἐκεῖ ποῦ πῆγες;
-Καὶ βέβαια ...Κατιτὶς ἔμαθα, εἶπε ὁ ἀνύποπτος ἄνθρωπος.
-Τότες διάβασέ μας ἐδῶ πέρα τί γράφει. Τοῦ γύρισε τὸ πισινά του καὶ χτυποῦσε μὲ τὶς δύο του τὶς παλάμες τὰ μεγάλα γράμματα τῆς ξενικῆς μάρκας ποὺ ῾τανε σταμπαρισμένα, στὸ πανὶ τοῦ βρακιοῦ του.
Οἱ ταμπάκοι γελούσανε δυνατά, γελοῦσαν κι οἱ γυναῖκες ἀπ᾿ τὰ παράθυρα. Αὐτὸς χτύπαγε πάντα μ᾿ ἄγριο πάθος τὰ πισινά του μὲ τὶς παλάμες του.
-Διάβασέ τα, ντέ...
Ὁ ἄνθρωπος λέει ἔβγαλε τὴν καδένα ἀπ᾿ τὸ γιλέκο καὶ ποτές του δὲν ξαναμίλησε γιὰ τὰ ταξίδια του καὶ τοὺς Φράγκους του - τουλάχιστον ἐκεῖ στὰ ταμπάκικα. Δὲν εἶχε ἀστεῖα μ᾿ αὐτούς.

Περνᾶν ὡστόσο τὰ χρόνια, οἱ ἄνθρωποι γερνᾶνε, ῥεύουνε χρόνο μὲ χρόνο τὰ τείχια τοῦ κάστρου, ἀλλάζουν ὅλα καὶ μήτε προφταίνεις νὰ τὸ νιώσεις. Δίχως νὰ τὸ νιώσει κι ὁ Σιούλας, τὰ μαλλιά του πῆραν κι ἀσπρίζαν. Τὰ πόδια του, χρόνια μέσα στὰ νερά, κάπου τὸ βράδυ πιανότανε. Ἡ Σιούλαινα, σὰν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννοῦσε καινούριο Σιουλόπουλο. Καὶ μία τρακάδα παιδιά, πρέπει νὰ χορτάσουν καὶ νὰ ντυθοῦν καὶ νὰ ποδεθοῦν καὶ νὰ πᾶνε σκολειό - ἀλέθεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τοῦτο καὶ κεῖνο καὶ τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο, μὲ τὸ σήμερα καὶ μὲ τ᾿ αὔριο, δὲν προφταίνει μία στιγμὴ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἰδεῖ τί γίνεται ὁλόγυρά του.

Καὶ οἱ ταμπάκοι δὲν προφτάσαν κι αὐτοὶ νὰ ἰδοῦνε τί γίνεται γύρω τους, τί ν᾿ ἄλλαξε τάχα καὶ πότε ν᾿ ἄλλαξε, κι ἡ δουλειὰ στὰ ταμπάκια ὅλο καὶ χειρότερα πήγαινε. Σεβρά, λουστρίνια, ἀδιάβροχα τὰ φέρναν ἀπόξω, φτηνότερα καὶ καλύτερα δουλεμένα, ἀκόμα καὶ τὶς βακέτες καὶ τὰ σολοδέρματα. Δύο τρεῖς παλιοὶ δερματεμπόροι στὸ παζάρι τῆς πόλης τὸ βρήκανε συμφερότερο, αντὶ νὰ παιδεύονται μὲ τοὺς ταμπάκους, νὰ μαζώνουνε τὰ τομάρια καὶ νὰ τὰ στέλνουν ἀκατέργαστα στὴν Ἰταλία, στὴ Μασσαλία, ἀκόμα καὶ στὴ Σύρα, γιὰ νὰ τ᾿ ἀργαστοῦν ἐκεῖ. Μὲ τὶς μηχανές.

Ἄρχισε ἔτσι σιγὰ σιγὰ καὶ κάθε βράδυ στὰ κρασοπουλειὰ τῶν ταμπάκων ἁπλωνότανε μία θολὴ καταχνιὰ πάνω ἀπὸ τὰ σκυμμένα κεφάλια. Καμπόσοι δουλεύανε πιὰ δύο τρεῖς μέρες τὴ βδομάδα μονάχα. Καμπόσοι ξέραν πὼς δὲν ἀφήσανε τίποτα στὸ σπίτι τους γιὰ τὸ βράδυ. Καὶ τὸ ξέραν ὅλοι πὼς οἱ γυναῖκες τους διακονεύονται ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη, μοιράζονται αὐτὲς τὸ φαρμάκι καὶ τὸ πίνουνε μοναχές τους, δίχως νὰ τοὺς λένε τίποτα μήτε παραέξω νὰ λένε, ἂν τύχει κι ἔχουν δικούς τους.

Αὐτοὶ - κανένας δὲν κλαιγότανε, δὲν μαρτύραγε τίποτα γιὰ τὴ φτώχειά του, ντρεπόνταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε νὰ μιλήσουν. Καὶ κανένας δὲν ξέκοβε, δὲν ἔφευγε νὰ πιάσει ἄλλη δουλειά, τέτοια προδοσιὰ δὲν τὴν ἔκανε. Βαστοῦσαν ὅλοι μαζὶ τὸ ταμπάκικο, τὸ βαστούσανε σὰν ἕνα ταμπούρι, σὰν νὰ μὴν ἄλλαξε τίποτα. Καὶ τὶς Κυριακές, ὅλο τὸ χειμώνα, τὰ δίκαννά τους ἀπὸ τὴ λίμνη ἀντιλαλούσανε πάντα στὴν πόλη σὰν ἕνα ἀδάμαστο «παρών» - τ᾿ ἀντρίκειο πάθος τους, τ᾿ ἀρχοντικὸ τοῦ κυνηγιοῦ.


Στὰ μεγάλα κλείσματα - κλεισίματα τῶν πουλιῶν δηλαδὴ - ποὺ γινόνταν στὴ λίμνη ἀπ᾿ ὅλους μαζὶ τοὺς κυνηγούς, αὐτοὶ μένανε πάντα πρῶτοι καὶ καλύτεροι. Τό ῾χανε σὰν προνόμιο ν᾿ ἀρχίζουν αὐτοὶ πρὶν ἀπὸ τὸ χάραμα ἀπὸ τὴν πιὸ μακρινὴ ἄκρα τῆς λίμνης, λαμβάνοντας, ἀγάλια ἀγάλια καὶ ὅλο κλείνοντας μὲ τὸ ντουφεκίδι τους πρὸς τὴ μέση της λίμνης τὰ τρομαγμένα κοπάδια ἀπ᾿ ἀγριόπαπιες - γέσια καὶ καναβές, καθὼς τὰ ῾λέγαν- φαλαρῖδες - τὰ μαῦρα νεροπούλια μὲ τὶς ἄσπρες μύτες- καὶ κάποτε καὶ τὶς μεγάλες ὄμορφες ἀγριόχηνες πὄχουνε μπροστὰ στὰ στήθια τους κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερά τους ἕνα δεύτερο φτερό, σὰ μετάξι καὶ σὰ μαλλί, ποὺ τὸ λένε μπάλσαμο καὶ τὸ φύλαγαν οἱ γυναῖκες γιὰ τὶς πληγὲς- τέλειο πράμα.


Στὴ μέση της λίμνηςστεκόνταν ἀράδα μέσα στὶς βάρκες τους μὲ τὰ δίκαννα στὸ χέρι, οἱ ἄλλοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸ νησί. Καὶ τὰ πουλιὰ πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ὁλόκληρα, χέρια μονάχα νά ῾χεις ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ ντουφεκίζεις κι ἄνθρωπο νὰ σοῦ γεμίζει - δουλειὰ ποὺ τὴν ἔκανε συνήθως ὁ καϊκτσῆς, λάμνοντας κιόλας σιγὰ-σιγὰ γιὰ νὰ μαζεύει τὰ σκοτωμένα πουλιὰ - σὲ κάθε βάρκα λογαριαζόταν δικό της τὸ πουλὶ ποὺ βρισκόταν κοντά της, ἄσκετο ἀπὸ ποιὸν βαρέθηκε.


Καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ κλεισίματα τῶν πουλιῶν τὰ μεγάλα καὶ στὰ δικά του τὰ μοναχικὰ κυνήγια τῆς Κυριακῆς, ὁ Σιούλας ξαναζοῦσε ἀκόμα τοὺς καημοὺς καὶ τὰ μεράκια καὶ τὶς περηφάνιες τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς νιότης του ὡς τὰ τώρα ποὺ πῆρε καὶ γέρασε, πῆρε καὶ φτώχυνε- ξέπεσε. Τὸ βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, μὲ τὰ πόδια πιασμένα ἀπὸ τὸ κάτσιμο σταυροπόδι ὅλη μέρα μέσα στὸ στενὸ καραβούλι μὲ τὰ ροῦχα μουσκεμένα ἀπ᾿ τὴν ὑγρασία. Ἄνοιγε τὴν πόρτα σπρώχνοντάς την μὲ τὴν πλάτη καὶ πετοῦσε τὰ κυνήγια στὸ πάτωμα στὴ μέση ἀπ᾿ τὸ δωμάτιο. Ξαπλωνόταν δίπλα στὸ τζάκι στὸ «μπάσι» πού ῾χαν ὅλα τὰ σπίτια στὸ χειμωνιάτικο τὸ δωμάτιο - ἔπεφτε μπρούμυτα κι ἔβαζε τὰ παιδιά του ν᾿ ἀνεβοῦν ὅλα στὴν πλάτη του νὰ τὸν πατήσουν - νὰ πατήσουν τὴν πλάτη του ποὺ τὸν πόναγε. Τὰ παιδιὰ ξεφώνιζαν, γελοῦσαν, τὸν χτυποῦσαν κλοτσιές, ξεφώνιζε κι αὐτός. Τὸ σκυλὶ ξετρελαινόταν καὶ δὲν ἤξερε ποιὸν νὰ πρωτογαβγίσει. Ἦταν ἀκόμα μία εὐτυχισμένη στιγμὴ μέσα στὴν καταχνιὰ ποὺ κατέβαινε στὰ ταμπάκικα.

Μονάχα ἡ Σιούλαινα γονατισμένη στὸ πάτωμα μέτραγε καὶ ξαναμέτραγε τὰ παπιά. Τέσσερα γιὰ τὸ σπίτι, ἕνα ζευγάρι στὴν ἀδερφή της, ἕνα ζευγάρι στὴν πεθερά της - ἂν πουλοῦσαν τὰ ρέστα; Ἦταν μία σκέψη ποὺ μήτε μὲ τὰ μάτια δὲν εἶχε κουράγιο νὰ τὴ φανερώσει σ᾿ αὐτόν. Οἱ καϊκτσῆδες, οἱ νησιῶτες κι ἄλλοι φουκαρᾶδες μέσα στὴν πόλη κυνηγούσανε, κάναν τὸ κέφι τους, τρώγαν ὅσα θέλαν καὶ βγαίναν ὕστερα στὸ παζάρι, κᾶνε μοναχοί τους κᾶν᾿ οἱ γυναῖκες ἢ τὰ παιδιά τους καὶ τὰ περιπλέον τὰ πούλαγαν. Ἕνας ταμπάκος ποτές. Γιὰ τὸν κόσμο ὅλον...

Κι ἦρθε τότε μία βδομάδα ὁλόκληρη ποὺ τ᾿ ἀργαστήρι τοῦ Σιούλα σταμάτησε. Οὔτε στ᾿ ἄλλα γινόταν τίποτα - ψευτοδούλευαν. Ἡ γυναίκα του τά ῾φερε βόλτα μοναχή της, ξετίναξε τὸ σπίτι, πῆρε κι᾿ ἀπὸ τὶς ἄλλες γυναῖκες - εἶναι ἀλήθεια πὼς ἔδωσε κάτι κρυφὰ καὶ στὸν ἑβραῖο τὸν παλιατζῆ, πού ῾χε μυριστεῖ τί γινόταν στὰ ταμπάκικα. Αὐτουνοῦ δὲν τοῦ ῾πε τίποτα, δὲν τὸν ρώτησε τίποτα, μήτε τὸν κοίταξε στὰ μάτια, ὅλη τὴ βδομάδα. Παραπάνω δὲν τὸ μπόρεσε. Σταύρωσε τὰ χέρια κι ἔκατσε κι ἔκλαψε καρτερώντας τὸ μεσημέρι ποὺ θά ῾ρχονταν ὅλοι καὶ δὲ θά ῾χε νὰ τοὺς δώσει μήτε φαῒ μήτε ψωμί.
Αὐτὸς ἀνέβηκε πάνω, μπῆκε στὸ δωμάτιο, τὴν εἶδε στὴ γωνία, τά ῾νιωσε τὰ μάτια τῶν παιδιῶν του κι ἦταν καρφωμένα πάνω του.
- Καὶ τ᾿ ἄφησες ἔτσι τὰ παιδιά;
Αὐτὴ δὲ μίλησε, καθόταν πάντα στὴν ἄκρη μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο.
- Καὶ δὲν ἔπαιρνες κατιτὶς ἀπὸ τὸ μπακάλη;
Ἡ γυναίκα σήκωσε μία φορὰ τὰ μάτια της καὶ κοίταξε. Μήτε λύπη, μήτε παράπονο, μήτε θυμὸς δὲν ἤτανε μέσα -τὰ μάτια της τὸν παρακαλούσανε νὰ σωπάσει. Αὐτὸς ἀγρίεψε:
- Τί δὲ μιλᾶς; Γιατί;
Ξανάσκυψε τὸ κεφάλι της:
- Δὲν μᾶς δίνει πιά, εἶπε μὲ ταπεινοσύνη, σὰ νά ῾φταιγε αὐτή.
- Καὶ ψωμί; Τί δὲν ἔπαιρνες λίγο ψωμί;
- Μήτε ὁ φοῦρνος μᾶς δίνει.
Σηκώθηκε κι ἔφυγε γρήγορα γρήγορα γιὰ νὰ κρύψει τὰ δάκρυα ποὺ τὴν ἔπνιξαν. Πιὸ πολὺ γιὰ τὴν ἀδικία τὴ δική του παρὰ γιὰ τὴ δυστυχία.

Τὰ παιδιὰ σκορπίσανε, ἔφυγε κι ἐκείνη, πῆγε στὴν ἀδερφή της νὰ κλάψουν μαζί. Αὐτὸς ἀπόμεινε μόνος μέσα στὸ δωμάτιο, μέσα στὸ σπίτι. Πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴ δυστυχία, ἀπ᾿ τὴν πληγωμένη περηφάνια καὶ τὴν ντροπὴ μπροστὰ στὰ παιδιά του, ὅλο τ᾿ ἀπόγεμα, μοναχός του ἐκεῖ μέσα, σκεφτότανε τὴ γυναίκα - τὴν ἀδικία του. Ἕνας κόμπος ἀνέβαινε καὶ ξανανέβαινε στὸ λαιμό του. Εἴκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορὰ στοχαζότανε τώρα γι᾿ αὐτήν.

Ἔπαιρνε νὰ βραδιάσει ὅταν σηκώθηκε. Κανένας τους δὲν εἶχε ἀκόμα γυρίσει στὸ σπίτι. Ξεκρέμασε τὸ δίκαννο, τὸ κοίταξε, τὸ ξανακοίταξε, τὸ πῆρε παραμάσκαλα καὶ κατέβηκε.
- Τί ἔπαθε -ρώτησε ὁ γύφτος- κι ἔκανε νὰ τὸ πάρει.
Δὲν τοῦ ῾χε τὴν ὄρεξη ν᾿ ἀνοίξει τώρα κουβέντες μαζί του. Ἦταν ἕνας γύφτος, ὄνομα καὶ πράμα, φουκαρᾶς ψευτοντουφεξῆς σὲ μία τρύπα στὰ μπιζεστένια - δίπλα στ᾿ ἀργαστήρια τῶν κουδουνάδων - κι ἔφκιαχνε γιὰ ἕνα τίποτα τὰ ντουφέκια τῶν φουκαράδων. Δὲν τοῦ ῾δωσε τὸ ντουφέκι, τὸν κοιτοῦσε στὰ μάτια, τὸν κάρφωνε μὲ τὰ μάτια του.
-Τό ῾χω γιὰ πούλημα, εἶπε τέλος κοφτὰ καὶ τοῦ ῾δωσε τὸ ντουφέκι. Θὰ πάρω ἄλλο.
Ἦταν ἕνα καλὸ βελγικὸ δίκαννο, δωδεκάρι δίχως λύκους. Ὁ γύφτος τό ῾ξερε ἀπὸ παλιά, μήτε τὸ πῆρε στὰ χέρια του μήτε τὸ κοίταξε. Κοίταζε αὐτόν, καὶ τὰ γύφτικα μπιρμπίλικα μάτια του παίζανε στὸ καπνισμένο του μοῦτρο. Κούνησε τὸ κεφάλι τοῦ πέρα δῶθε:
-Ὄχι. Σιούλα... Μὴ τὸ δώσεις, ἀδερφέ μου.
-Δὲν τὸ παίρνεις δηλαδή;
-Ἐγὼ τὸ παίρνω καὶ τὸ παραπαίρνω... Καὶ διάφορο θά ῾χω...
-Δὲν τ᾿ ἀφήνεις αὐτὰ τὰ γύφτικα τὰ παζάρια; Πόσα δίνεις;
-Ξέρω, εἶπε ἤρεμα, ἦταν μαθημένος νὰ τὸν λένε γύφτο - δὲν τὸν πείραζε. Ξέρω, Σιούλα, ποὺ δὲ θὰ πάρεις ἄλλο... Στενοχώριες, ἀναδουλειές, τὰ παιδιά... Μὰ μὴ τὸ δώσεις, ἀδερφέ μου, τὸ δίκαννο, δὲν τὸ ξαναπαίρνεις ὕστερα.
Ὁ γύφτος δὲν παζάρευε.
-Ξέρω... Ἤρθανε κι ἄλλοι ταμπάκοι, πολλοί, κακὸ πράμα. Ὅποιος τό ῾χε ἕνα μονάχο, ἐγὼ δὲν τὸ πῆρα... Χρόνια τρώω τὸ ψωμί σας, ὅλο μὲ τοὺς φουκαρᾶδες... Δῶστ᾿ το σ᾿ ἄλλον. Δὲν τὰ μολεύω τὰ χέρια μου...

Κατέβασε τὰ μάτια του, κατέβασε τὸ κεφάλι του. Ἕνας γύφτος τὸν εἶχε πεῖ φουκαρᾶ. Καὶ πὼς δὲν μολεύει τὰ χέρια μὲ τὸ δίκαννο τὸ δικό του. Δὲν ἤτανε γι᾿ αὐτό - μήτε τὸ σκέφτηκε. Ἀκόμα μία φορὰ μέσα στὴν ἴδια μέρα ξαναστοχαζότανε τώρα τὴν ἀδικία - κι ἀπὸ τὸ φοῦρνο τί δὲν ἔπαιρνες λίγο ψωμί; καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνεις τὰ παζάρια τὰ γύφτικα; Ἂν ὁ γύφτος δὲν ἔβγαζε τὰ καπνά του νὰ στρίψουν τσιγάρο, θά ῾φευγε κυνηγημένος τὴν ἴδια στιγμὴ - ντρεπότανε.
-Ἔχεις δίκιο, εἶπε σὲ λίγο χωρὶς νὰ σηκώσεις τὰ μάτια του. Ὕστερα τὰ σήκωσε καὶ τὸν κοίταξε. Καλὸς ἄνθρωπος εἶσαι, τοῦ ῾πε σὰ νὰ τοῦ τὸ χρώσταγε καὶ τοῦ χαμογέλασε. Κίνησε νὰ φύγει.
Ὁ γύφτος τὸν σταμάτησε.
-Ξέρω εἶπε πάλι... Δυσκολίες, ἀναδουλειές, τὰ παιδιά... Μὰ μὴ τὸ δώσεις τὸ ντουφέκι σου, ταμπάκος ἄνθρωπος. Θὰ μαραθεῖς.
Ἔβγαλε καὶ τοῦ ῾δωσε ἕνα κατοστάρικο.
-Ἅμα εἶναι, τὸ ξαναφέρνεις ...

Τὸ πῆρε. Τὸ πῆρε καὶ δὲν ἔνιωθε καμιὰ ντροπή. Τὸ κράταγε μέσα στὴ χούφτα του καὶ μία γλύκα περνοῦσε σ᾿ ὅλη του τὴν ψυχὴ ὡς τὸ κορμί του τὴν ἔνιωθε, σὰ μία ζέστα. Ὄχι ποὺ θὰ τὸ πήγαινε σπίτι. Πιὸ πολὺ γι᾿ αὐτὴ τὴ γνωριμιὰ τῶν ἀνθρώπων- πρώτη φορὰ στὴ ζωή του, τὴ γνωριμιὰ τῶν φουκαράδων, πού ῾πε κι ὁ γύφτος, πρώτη γνωριμιὰ τοῦ ἑαυτοῦ του- δὲν εἶσαι ἄδικος, ἐσὺ Σιούλα... Καθὼς περνοῦσε τοὺς δρόμους κατεβαίνοντας γιὰ τὰ ταμπάκια, κατιτὶς καινούριο, ζωντανὸ καὶ ζεστό, σὰν ἕνα φῶς ἔπαιζε μέσα του. Σχεδὸν χαρούμενο μέσα στὴν κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι ποὺ δὲ μαραίνεται.


Εἶχε νυχτώσει πιὰ ὅταν πέρναγε τὸ δρόμο πού ῾χαν τ᾿ ἀργαστήρια τους οἱ ξυλᾶδες κι οἱ βαρελᾶδες. Ἄκουσε ποὺ φώναζαν τ᾿ ὄνομά του. Ἦταν ἕνας βαρελᾶς Μετσοβίτης -ἕνας ροδοκόκκινος, καταστρόγγυλος ἄνθρωπος μὲ φουσκωμένες τὶς πλάτες ἀπὸ τὸ σκύψιμο .
-Καλησπέρα.
-Καὶ γιὰ ποῦ βραδιάτικα μὲ τὸ δίκαννο;
-Νὰ μωρέ, ζάβωσε λίγο καὶ τὸ πῆγα στὸ γύφτο. Καλὸς ἄνθρωπος, εἶπε ξαφνικὰ χωρὶς νὰ τὸ θέλει.
-Δὲν τὸν ξέρω, εἶπε ὁ βαρελᾶς. Καὶ τί μᾶς ἔφταιξε ἐμᾶς; Ἔλα νὰ πιεῖς μία ρακή.
Ποτές του δὲν εἶχε μπεῖ σ᾿ αὐτὸ τὸ κρασοπουλειό - χάνι καὶ κρασοπουλειὸ μαζί, ποὺ πηγαῖναν οἱ ξυλάδες, οἱ βαρελᾶδες, φαμελῖτες νοικοκυραῖοι, φουκαρᾶδες τῆς γειτονιᾶς καὶ χωριάτες ποὺ νυχτώθηκαν στὴν πόλη. Ὁ βαρελᾶς πέρασε τὸ ρακὶ κι ἄρχισε κι ἔλεγε γιὰ τὶς ἀναδουλειὲς καὶ τὰ βάσανα.
-Κι ἐσεῖς δὲν εἶστε καλά, εἶπε σὲ μία στιγμή.
-Ὄχι, δὲν εἴμαστε καλά, ἀποκρίθηκε αὐτὸς καὶ δὲν ντρεπόταν καθόλου ποὺ τό ῾πε. Δὲν εἴμαστε καλά.
-Καὶ τί θὰ κάνετε;
-Δὲν ξέρω... Κανένας δὲν ξέρει...
-Κακὸ πράμα, εἶπε ὁ βαρελᾶς.

Αὐτὸς δὲν τὸν ἄκoυγε πιά. Ἔνιωθε μέσα του κείνη τὴν ὥρα σὰν ἕνα ξεχείλισμα καὶ τίποτα ἄλλο δὲν ἤθελε παρὰ νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ τοὺς κεράσει ὅλους ἐκεῖ μέσα, τοὺς βλάχους, τοὺς γύφτους, τοὺς χωριάτες, τοὺς φουκαρᾶδες, ὅλους. Δὲν ἔκαμε τίποτα τέτοιο. Κέρασε κι αὐτὸς ἕνα ρακὶ τὸ βαρελᾶ του καὶ τὸν καληνύχτισε πρόσχαρα.
-Καλὸς ἄνθρωπος εἶναι κι αὐτός, τὸ ῾λέγε καὶ τὸ ξανάλεγε μέσα του, νὰ τὸ νιώσει, νὰ τὸ χορτάσει. Καλὸς ἄνθρωπος - μὰ ποῦ στὸ διάολο κρύβονταν ὅλοι τους;

Μπαίνοντας στὸ δρόμο τῶν ταμπάκικων, βρέθηκε μπροστὰ σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ τὰ κουτσούβελα τὰ δικά του. Τὸ φώναξε κοντά, τοῦ ῾δωσε κρυφὰ λεφτὰ νὰ τὰ δώσει στὴ μάνα του, τοῦ ῾δωσε καὶ τὸ ντουφέκι. Ντρεπότανε νὰ πάει μονάχος του. Κι οὔτε πῆγε ὡς ἀργὰ τὴ νύχτα, ὅταν σιγουρεύτηκε πιὰ πὼς ἐκείνη πλάγιασε καὶ κοιμήθηκε. Ἔπεσε δίπλα της στὸ στρῶμα, οὔτε κείνη μίλησε, οὔτε αὐτός, οὔτε σάλεψαν.


Πρὶν ἀπ᾿ τὸ χάραμα σηκώθηκε. Πατώντας στὰ νύχια πῆρε πάλι τὸ δίκαννο καὶ κατέβηκε. Ἐκείνη οὔτε σάλεψε πάλι. Αὐτὸς μπῆκε στὸ καραβούλι καὶ τράβηξε γιὰ τὴ Μεγάλη Βαθειά - ἔτσι τὸ λέγανε τ᾿ ἀνοιχτὸ μέρος τῆς λίμνης. Ἐλαμνε κατὰ τὶς καλαμιές, χώνοντας βαθιὰ τὰ κουπιὰ στὸ νερὸ - βιαζότανε.

Ὅταν γύρισε πίσω εἶχε φέξει πιὰ γιὰ καλά., Μία κρύα φωτεινὴ χειμωνιάτικη μέρα. Στὴν πόρτα, στ᾿ ἀργαστήρια στάθηκε κι ἔβαλε μία φωνή. Τὰ παιδιὰ κατεβῆκαν καὶ θάμαζαν τὸ πλούσιο κυνήγι. Ξεκρέμασα ἀπ᾿ τὴν πλάτη του τὸ δίκαννο καὶ τοὺς τό ῾δωσε, τοὺς ἔδωσε καὶ τρία παπιά.
-Δῶστε τα στὴ μάνα σας, τοὺς εἶπε μόνο.

Ξανάφυγε μὲ καμιὰ δεκαριὰ πουλιὰ στὰ χέρια του κι οὔτε γύρισε νὰ κοιτάξει κατὰ τὸ σπίτι. Ἤξερε πὼς πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι ἦταν τὰ δάκρυά της. Καὶ τράβηξε γραμμὴ κατὰ τὸ παζάρι, μέσα ἀπ᾿ τὰ ταμπάκικα, μπροστὰ ἀπ᾿ τὰ ἀργαστήρια, στητός, χτυπώντας βαριὰ τὰ ποδήματά του...

-Ἔτσι πῆγε κάποτε ὁ πρῶτος ταμπάκος καὶ στάθηκε στὸ παζάρι καὶ πούλησε τὸ κυνήγι του - ὕστερα πήγανε κι ἄλλοι. Πίσω του ἐκείνη τὴ μέρα οἱ σάλπιγγες τῶν νέων καιρῶν γκρεμίζαν ἀπὸ θεμέλια τὰ τείχη τῆς ταμπάκικης Ἱεριχῶς μέσα σὲ πανδαιμόνιο ἀπ᾿ οὐρλιαχτὰ μηχανῶν. Κόντευε ἡ ἄνοιξη καὶ πάνω ἀπ᾿ τὴ λίμνη κοπάδια ἀγριόχηνες τραβούσανε πιὰ γιὰ ψηλότερα. Σὰν τρομαγμένα κι αὐτά...

Δημήτρης Χατζής, Το τέλος της μικρής μας πόλης
συνέχεια »