Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Χιόνια στο καμπαναριό!!!

   Καλημέρα σας και καλή σας απόλαυση!!!
Θα το πάω εμπορικά και πιασάρικα σήμερα. Χιόνι έχει εκεί έξω??? για χιόνια θα γράψω.
Κατ' αρχάς το "καλή σας απόλαυση", ξεσηκωμένο από τα γκουρμέ εστιατόρια που δεν λένε πια ''καλή σας όρεξη'' αλλά απόλαυση, αναφέρεται σ' αυτούς που έχουν στέγη και τροφή και μπορούν να απολαύσουν έστω και λίγες στιγμές απ' αυτό το τόσο ωραίο φυσικό φαινόμενο, τις περισσότερες φορές. Για τους υπόλοιπους, καλό κουράγιο και καλή δύναμη.
   Η προσωρινή μετατροπή μας λοιπόν (και ελέω τηλεόρασης) σε Γροιλανδία, έχει πολλά ευτράπελα, τρελές υπερβολές (ίδιον γνώρισμα της φυλής) και πολλές πολλές αναμνήσεις. Για τους ρεπόρτερ και τα εξωτερικά συνεργεία που μιλάνε για δυο μέτρα χιόνι κι ας έρχεται το χιόνι ως το γόνατό τους, τα λέμε στο f/b, κοφτά και γρήγορα. Πότε γελάμε με κανένα επιτυχημένο ποστ, πότε ''παγώνουμε'' περισσότερο από καμιά κρυάδα και πότε παραμένουμε αδιάφοροι. Ας πιάσουμε τότε κουβέντα για τις αναμνήσεις...
   Δεν είναι εύκολο να γράφεις για αναμνήσεις παιδικής ηλικίας, όταν έχεις μεγαλώσει σε χωριό. Πραγματική χιονοστιβάδα οι θύμησες και δεν μπορείς να τις βάλεις σε τάξη. Θα προσπαθήσω όμως να τις ιεραρχήσω.
  Πρώτη ανάμνηση διαρκείας, τα παγωμένα χέρια. Συνεχώς και αδιακόπως τα μικρούλικα, παιδικά μας χεράκια ήταν παγωμένα. Δε' πα να μας έβαζαν εκατό γάντια οι μανάδες μας, τα χέρια ήταν μπούζι. Τα αυτιά μας επίσης. Τί κουκούλες και τί σκουφιά μας φόρτωναν δε λέγεται, όμως εμείς βρίσκαμε τον τρόπο να τα ''ξυλιάζουμε'' όλα. Τις τυχερές μας μέρες που το χιόνι σκέπαζε τους χωμάτινους δρόμους, το αρπάζαμε πάντα με γυμνά χέρια και το ''νίβαμε'' στο πρόσωπο και στ' αυτιά του άλλου για να την ''ακούσει'' κανονικά. Το μαρτύριο του Ταντάλου. 800 υπό το μηδέν. Εμείς όμως εκεί. Ούτε ξυλόσομπες ψάχναμε, ούτε πετρελαίου. Το πολύ πολύ ν' ανάβαμε καμιά φωτιά μόνοι μας, με θεότρελες πατέντες, η οποία μας ζέσταινε, μας έδινε δύναμη να συνεχίζουμε τις σατανικές μας δραστηριότητες και στο τέλος την σβήναμε με τους αυτοσχέδιους κατουρο-πυροσβεστήρες μας. Εννοείται πως οι δράσεις μας σε σχέση με τα σημερινά παιδιά ήταν απείρως ''βιαιότερες''. Οι μπάλες για τον χιονοπόλεμο είχαν πολλές φορές στο εσωτερικό τους χωματσίδες (νωπό χώμα με χορτάρι) ή ακόμη χειρότερα, πετρούλες για να ανοίγουνε κεφάλια. Οι μάχες γειτονιά με γειτονιά ήταν σκληρές και χωρίς έλεος. Πώς καταλήξαμε όλοι σώοι, είναι ανεξήγητο. Οι σταλακτίτες των σκεπών, οι λάμπες στις κολώνες και τα παγωμένα τζάμια ήταν πάντα ο αγαπημένος μας στόχος. Τις φορές που γινόμασταν αντιληπτοί και το ''κάρφωναν'' στις μανάδες μας, η σόλα της παντόφλας το βράδυ μας έκανε να μετανιώσουμε για όλα τα ανδραγαθήματα της ημέρας. Την επόμενη όμως, ξανά τα ίδια.
   Για να σας πω την αλήθεια, οι ''φλωρίστικες'' συνήθειες των παιδιών της πόλης με χιονανθρώπους, καρότα, σκουπόξυλα και κουμπιά, δεν μας λέγανε και πολλά πράγματα. Σχεδόν ''ξενέρωμα''. Τουλάχιστον σε μας τα αγοράκια. Θέλαμε κίνηση και δράση γι αυτό και παίρναμε τους δρόμους. Από το πρωί ως το βράδυ, κυρίως τις μέρες που το σχολείο έκλεινε λόγω χιονιού. Πώς δεν καταλήξαμε με πνευμονία είναι ένα άλλο θέμα προς διερεύνηση.
   Το ποδόσφαιρο με χιόνι ήταν πραγματική αποθέωση, αλλά συνήθως το παρατούσαμε νωρίς για να ανεβούμε στην πλαγιά (την αριστερή καθώς βλέπουμε το βουνό). Από την κορυφή της πλαγιάς είχε και έχει ακόμη, μια καταπληκτική θέα. Βλέπεις όλο το χωριό, τους δρόμους με τα δέντρα και τη μεγαλύτερη έκταση της λίμνης Βόλβης. Το θέαμα από μόνο του ήταν πάντα εντυπωσιακό, πολλώ δε μάλλον όταν τα έβλεπες όλα κάτασπρα. Πραγματική τρέλα. Ήσουν έτοιμος για όλα. Τέτοιο θάρρος και έπαρση. Δεν καταλάβαινες τίποτα. Άρπαζες την άδεια σακκούλα χόντρού νάυλον από λιπάσματα, την έκανες αυτοσχέδιο έλκηθρο και κατέβαινες την πλαγιά με όλα τα γκάζια. Όσο περνούσε η ώρα και η πίστα πατιότανε και πάγωνε, η ταχύτητα καθόδου ανέβαινε και οι βούτες πολλαπλασιαζότανε. Κάποιοι λόγω ευαισθησίας πωπού, βάζανε άχυρο μέσα στη σακκούλα και το ελκηθράκι γινότανε ''χλιδάτο''. Η κατάβαση συνεχιζόταν ακόμη και τις μέρες που το χιόνι έλιωνε και καταλήγαμε στο τέλος να σερνόμαστε σε χώματα και πέτρες, ευτυχώς όχι με την οδυνηρή κατάληξη του Σούμαχερ.
    Νομίζω πως το όλο επιχείρημα έκρυβε κάποιους κινδύνους μα ευτυχώς δεν το ξέρανε οι γονείς μας και γλυτώσαμε τις λιποθυμίες.
  Μεγαλώνοντας τα πράγματα άλλαξαν. Τις χιονισμένες μέρες αλλάζαμε πλαγιά (δεξιά καθώς ανεβαίνουμε, Άγιος Ευθύμης) παίρναμε τα φορητά κασετόφωνα,τη φου-φού, τις μπριζολίτσες και τις ρετσινούλες και δεν μας σταματούσε κανείς. Τρεις λαλούν και δυό χορεύουν. Σκοτείνιαζε, η θέα απ' τα αναμένα φώτα πάντα υπέροχη, τα σκυλιά να ακούγονται σχεδόν τρομακτικά και μεις γύρω απ' τη φωτιά να λέμε ιστορίες που δεν τελειώνουν ποτέ. Τέλεια.
  Πολλοί πιστεύουν πως λόγω υπερθέρμανσης, θερμοκηπίου κ.λ.π. το κρύο και τα χιόνια είναι λιγότερα κι ότι το κλίμα έχει αλλάξει δραματικά. Πιθανώς να 'ναι κι έτσι, αλλά νομίζω πως περισσότερο και με το πέρασμα των χρόνων, άλλαξε η ζωή κι ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα.. Οι πιο πολλοί δρόμοι ακόμη και στα χωριά είναι πια ασφάλτινοι, τα σπίτια έχουν κεντρική θέρμανση και είναι πιο ζεστά (αν και τελευταία τα πράγματα ζόρισαν κάπως) και οι γονείς είναι πιο ''υποψιασμένοι'' για να αφήνουν 8χρονα και 10χρονα να γυρίζουν όλη μέρα μέσα στα χιόνια.
   Να μην σας κουράσω παραπάνω με πράγματα που λίγο-πολύ τα κάνατε κι εσείς (τουλάχιστον όσοι μεγαλώσατε στα '70-'80ς κι ακόμη περισσότερο, όσοι είχατε την τύχη να μεγαλώσετε ή να έχετε επαφή με χωριό), νομίζω πάντως πως αυτές οι αναμνήσεις παιδικών, κυρίως, χρόνων έχουν αξία ανεκτίμητη, είναι ''πλούτος'' και ''τροφή''.
Υ.Γ. Το χωριό στο οποίο αναφέρομαι οι πιο πολλοί από σας το καταλάβατε εύκολα. Για τους υπόλοιπους φίλους, να πω πως είναι το χωριό που μεγάλωσα, λέγεται Νέα Μάδυτος και βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Βόλβης, στο Νόμο Θεσσαλονίκης. Το ότι είναι πανέμορφο το καταλάβατε ήδη...
                                                                                                                            C.R.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου