Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Είδα ένα όνειρο...


  Θέρος , η κατ' εξοχήν εποχή της ραστώνης και της ονείρωξης . Μετά από μιά περίοδο σκεπτικισμού για το αν πρέπει να γράφω και να κριτικάρω καταστάσεις και ενέργειες θεσμών , συλλόγων και δήμων και αφού αντιπαρήλθα την κριτική στην κριτική μου, αποδεχόμενος την κατάσταση , να 'μαι πάλι .
Τριήμερο ήσυχο με καλές μουσικές , βιβλία και πολλές ώρες με τις μελισσούλες μου· μεταφορές , επιθέσεις ,τσιμπήματα, σμηνουργίες , σύληψη αφεσμών . Πόσο μεγαλειώδες είναι να βρίσκεσαι στις 5:00 τα ξημερώματα μέσα στο δάσος αυτή την εποχή! Τα κελαηδήματα , τα γρυλίσματα και οι φωνές σου αδειάζουν το μυαλό . Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να σε κάνει να πιστέψεις έστω και για μια στιγμή,  ότι  δεν έχουνε και μεγάλη σημασία για τη ζωή, η πολιτική , οι πολιτικοί και ο συν αυτώ βόρβορος. Το ξημέρωμα μέσα στο περιβάλλον ενός παραλίμνιου δάσους αυτήν την εποχή , όπου στα ζευγάρια των πουλιών, τα αρσενικά κάνουν παρέα στα θηλυκά που κλωσσάν κελαϊδίζοντας όσο πιο καλλίφωνα γίνεται , όπου οι νεοσσοί δοκιμάζουν φωνές και φτερούγες και οι γονείς  φτεροκοπάνε σε ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα για να ταίσουν τα μικρά τους , είναι νομίζω ότι πιο αισιόδοξο θα μπορούσε να μου τύχει.
Το συμπλήρωμα στα παραπάνω ήταν μερικές ώρες απραγίας ( λέμε τώρα , γιατί οι ρακέτες και τα flower sticks δεν σταματάνε) σε μιά καταπληκτική γωνιά της Χαλκιδικής που η κοντινότερη σεζλόνγκ είναι ένα χιλιόμετρο μακριά. Ανάμεσα σε μερικά δυνατά σετ ρακέτας και σε πολλές φιγούρες με τα sticks , ησυχία , φλοίσβος, χαύνωση , όνειρο :
Είναι λέει 2012 Αύγουστος . Έχουν περάσει 90 χρόνια , που οι παππούδες μας εκδιώχθηκαν βάναυσα από τις προαιώνιες εστίες  τους · τόσα χρόνια οι ψυχές τους έχουν βρυκολακιάσει να γυρνάνε πάνω από τα κεφάλια μας και γι' αυτό λέει φέτος αποφάσισε το χωριό να κάνει κάτι, γι'αυτό. Αποφάσισε ότι φέτος το Αυγουστιάτικο πανηγύρι θα είναι αφιερωμένο σ' αυτούς που ξεριζωθήκαν , που περιπλανηθήκαν σύμφωνα με κάποιους μύθους και επιτέλους τους δώσαν ένα τόπο για να στεριώσουν ·με τον Μαδυτιανοκεντρικό του χαρακτήρα το πανηγύρι, θα προσπαθήσει λέει να αναγνωρίσει τον κόπο , τα βάσανα και τη φιλεργία τους στο να στήσουν το χωριό. Εξ' άλλου μ' αυτόν τον τρόπο δεν θα χρειασθεί να ξοδέψει ούτε μια δεκάρα μετακαλώντας ορχήστρες και κόσμο από άλλα χωριά , δεκάρα που αυτήν την εποχή είναι δυσεύρετη και εκτός των άλλων , θα ήταν και πρόκληση, όταν η ανεργία χτυπάει κόκκινα, να ζητούσε χορηγίες από τους επαγγελματίες του χωριού για να πληρώσει ανθρώπους έξω από αυτό.
  Την ημέρα των εκδηλώσεων για τα παιδιά , τους μάθαινε να παίζουνε μπιρ τα μπιρ , τσίλικ-τσουμάκ και χαλίκια .
  Τη βραδιά που διοργανώνει το χωριό στην πλατεία , είχε φέρει ζουρνάδες , νταούλια και μια λατέρνα για να χορέψουνε τα παιδιά και οι μεγάλοι των χορευτικών , τους χορούς των παππούδων ως ελάχιστο φόρο τιμής γι αυτούς φορώντας τα ρούχα τους , γιελέκια , ζωνάρια , γιεμενιά , τσεμπέρια και αφού δείξανε οι νέοι ότι ξέρουνε να χορεύουν τους χορούς του χωριού , προσκάλεσαν και “ανέβασαν “ να χορέψουν,όλους τους υπόλοιπους χωριανούς μικρούς και μεγάλους .
Στον μεγάλο εσπερινό της παραμονής , είχε καλέσει το χωριό όλους τους συλλόγους Μαδυτίων της επικράτειας και μάλιστα είχε βρεί και κάποιους απογόνους των εν τη Αμερική Μαδυτίων και τους είχε προσκαλέσει κι αυτούς · κάποιοι απ' αυτούς που κάναν τις διακοπές τους στα Ελληνικά νησιά παράτησαν τις παραλίες και ήρθαν. Γιαννιτσιώτες , Λημνιοί , Αθηναίοι και μεμονωμένοι Μαϋτιανοί απ' όλη την Ελλάδα παρόντες· κάτι σαν αντάμωμα δηλαδή· συνάμα είχε φροντίσει ένα ναυλωμένο λεοφωρείο να πηγαινοέρχεται συνέχεια στο χωριό για να κουβαλάει τα παππούδια , που δεν έχουν μέσο για να μετακινηθούν.
Εν τω μεταξύ , είχε βάλει λέει μια ομάδα από δασκάλους και καθηγητές ( που ευτυχώς μετά από τόσα χρόνια κατάφερε να είναι και Μαϋτιανοί και μόνιμοι κάτοικοι του χωριού), μαζί με μια ομάδα από παιδιά του χωριού μαθητές και φοιτητές , από την αρχή του καλοκαιριού και έκαναν μία εμπεριστατωμένη έρευνα για την ιστορία της Νέας Μαδύτου . Πότε έφυγαν και πού πήγαν όταν έφυγαν από τη Μάδυτο οι πρόσφυγες πλέον,  πότε ήρθαν στον σημερινό τόπο του χωριού, ήταν όντως μετόχι της Εσφιγγμένου , πώς ήταν ο τόπος εδώ όταν ήρθαν, γιατί τον λέγαν στρόλογγο , με τι σχολήθηκαν οι κάτοικοι , ποια ήταν η οικονομική κατάσταση χωριού και ανθρώπων , πόσες οικογένειες ήρθαν, τι θνησιμότητα είχε τα πρώτα χρόνια, πώς τους δέχθηκαν τα διπλανά ντόπια χωριά, πώς τη βγάλανε στον πόλεμο , στην κατοχή , στον συμμοριτοπόλεμο, τα τσκαλαριά , οι γιαχανάδες , οι οικοδομές , τα πολ(ι)τάκια , πού ήταν οι βρύσες του χωριού , πότε πήραν νερό τα σπίτια , πότε ήρθε το ρεύμα , πότε χτίστηκε η εκκλησία , τα σχολεία ,τα εργατικά που πηγαινοφέρναν τους εργάτες , τον ποδοσφαιρικό Ελλήσποντο ,τον αγροτικό συνεταιρισμό, όλα . Τις μουσικές που ακούγανε , τα τραγούδια που λέγανε ,τους χορούς που χορεύανε , τα ρούχα που φορούσαν ,τα φαγητά που μαγείρευαν , τα παιχνίδια που παίζανε και τα έθιμα καθ' όλη την διάρκεια του έτους . Ξεψάχνισε λοιπόν η ομάδα κάθε δυνατή πηγή , από ιστορίες παππούδων , από το πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο του χωριού , από το Ιστορικό αρχείο προσφυγικού Ελληνισμού του δήμου Καλαμαριάς ,από το Εθνολογικό μουσείο Θράκης , από το ψηφιακό αρχείο της Ε.Ρ.Τ. και από το διαδίκτυο και έκανε μία εργασία για “πούλιτζερ”. Αυτήν λοιπόν την εργασία, η οποία ήταν πολύ μεγάλη σε όγκο πληροφοριών ,γιατί δεν μπορούσαν να αφήσουν και πολλά πράγματα απ' έξω  από το υλικό που βρήκαν και μαζέψαν , την συνόψισαν σε ένα ανάγνωσμα μερικών σελίδων , και το διαβάσαν παράγραφο-παράγραφο όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στην ομάδα , μπροστά σε όλους τους Μαϋτιανούς μετά τον εσπερινό· χωρίς πιο μπροστά να βγάλουν τους δεκάρικους οι διάφοροι εκλησιαστικοί ή πολιτικοί παράγοντες και κουράσουν το κοινό. Μετά την ανάγνωση λέει , ζήτησανε τα παιδιά να φτιαχτεί ένας κατάλογος στον οποίο να γράφονται όσοι θέλανε με κάποιο ποσό ως δωρεά ,για να τα βοηθήσουνε να εκδώσουνε την εργασία τους και μ' αυτόν τον τρόπο  να μείνει παρακαταθήκη για το χωριό.
Την άλλη μέρα ανήμερα του πανηγυριού και μετά την θεία λειτουργία , μαγειρεμένο Μαϋτιανό φαγητό ( το είχανε βρει στην εργασία πιο είναι) ζουρνάδες , νταούλια , λατέρνα και γλέντι μέχρι το μεσημέρι.
Εκεί, πάνω στο “γύρισμα” του ζουρνά  ένα κύμα με χτύπησε ... ξύπνησα. Στην μισοζαλάδα μέχρι να επανέλθω, ένα ευτυχισμένο μειδίασμα κάλυψε το προσωπό μου , πιστεύοντας ότι μπορεί και να τα έζησα· το δεύτερο κύμα με καλοξύπνησε και με άφησε να ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια...  Πάλι πού ξέρεις , Ιούνιος είναι ακόμα , μπορεί και να το ζήσουμε κάπως έτσι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου