Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Τα τσκαλαριά

Ιούνιος λοιπόν  και καλοκαίρι σύμφωνα με την λαϊκή μέτρηση των εποχών που βασίζεται στην αγροτική παραγωγή και στους κύκλους ζωής στην ύπαιθρο.
Ένα από τα πολλά που κουβάλησαν μαζί τους οι πρόσφυγες παππούδες μας από τη Μικρασία, ήταν η τέχνη της κεραμοποιίας και η ικανότητα να επιχειρούν πάνω σ' αυτή. Έτσι μόλις αποφασίσθηκε να στεριώσουν στο βάλτο που λεγόταν Στρόλογγος (στάρι-λόγγος, σταρόλογγος- στρόλογγος)  τα επόμενα κιόλας χρόνια άρχισαν κάποιοι να ασκούν αυτή την τέχνη για να επιβιώσουν.
  Σε ιστοσελίδα κάποιων από την Βαρβάρα, στην ιστορία του χωριού τους αναφέρουν ότι προπολεμικά το χωριό τους το χτίσανε Μαϋτιανοί μαστόροι με υλικά που έφτιαχναν οι ίδιοι. Πριν στηθούν μόνιμα τα τσκαλαριά στα βάλτα της λίμνης, πηγαίναν και τα έστηναν πρόχειρα σε όποιο μέρος υπήρχε ανοικοδόμηση, για να προμηθεύσουν με υλικά τους μαστόρους.
 Οι παππούδες μου και από τις δύο πλευρές των γονιών μου έκαναν την ίδια δουλειά  και ο Χαλιάλιος και ο Λαδόπουλος· Παίρναν το τσούρμο, τους εργάτες και βγαίναν στο δρόμο. Βαρβάρα, Νέα Ευκαρπία, Μαυροθάλασσα, Γιαννιτσά, Άγιος Βασίλειος.


Μετά τον πόλεμο, όταν άρχισε να ομαλοποιείται  η κατάσταση, να φτιάχνονται οι δρόμοι και να εμφανίζονται τα πρώτα φορτηγά αυτοκίνητα, αλλάξανε τα πράγματα. Κάτω από το δρόμο και μπροστά από τη λίμνη, η οποία έφτανε μέχρι πιο πάνω από το κτήριο των σφαγείων ( που έγινε μετά), όλο εκείνο το μέτωπο από τη Γράβα μέχρι το Πανηγύρι γέμισε με τσκαλαριά, με τσκούρια και με καμίνια.
                          Του Χωματά, του Λαδόπουλου, του Σημάκια του Μπιλιάνη, του Σάββα του Λιάππη και του Τσολιά από τη μεριά του Μάκου. Κάτω από του Ψόφιου και προς τη Γράβα ήταν του Κασκάβα, του Χαλιάλιου, του Γκάγκλα , του Τήνια, του Τούλου, του Δαγδιλένη , του Νούφριου που το δούλευε ο Τσιμπούκης, του Γιώργη του Παπάζογλου, του Παναγιώτη του Τσουκαλά, του Καρατζά του Αποστόλη, του Βασίλη του Χάβου, του Διαλεχτού, του Σαφή, του Γιανακούδ, του Βουγιούκα. Ήταν όλα στημένα εκεί επειδή η διαδικασία χρειαζόταν νερό.
  Ήταν η τοπική βιοτεχνία, που έριχνε νερό στο μύλο που  κινούσε το χωριό. Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, όλη η Μάυτο γύριζε γύρω απ΄τα τσκαλαριά. Τσούρμο κατεβαίναν  οι οικογένειες και οι εργάτες αξημέρωτα ακόμα στις 4.00 το πρω,ί για να μπουν στο τσκούρ πριν βγει ο ήλιος απ΄το Σουγλιάνι. Το τσκουρ ήταν ένας λάκος που μέσα σ'αυτόν γινόταν η διαδικασία ζύμωσης του χώματος με νερό για να φτάσει να γίνει το εύπλαστο υλικό που μπαίνοντας στα καλούπια θα έδινε τα τούβλα και τα κεραμίδια. Όλη η διαδικασία φυσικά γίνονταν αποκλειστικά με την ανθρώπινη δύναμη χωρίς καμιά μηχανική υποστήριξη· να γεμίσει το τσκουρ με χώμα κουβαλημένο με ξύλινα βαριά καροτσάκια με σιδερένια ρόδα, να πατηθεί με τα πόδια για να πλαστεί, να ξανακουβαληθεί πάλι για να πάει στον πάγκο  και να μπει στα καλούπια, να ξανακουβαληθούν τα τούβλα και τα κεραμίδια πλέον στο αλώνι για να τα ξεράνει ο ήλιος και μετά να ξανακουβαληθούν για να μπουν στο καμίνι  να ψηθούν.
 Όλη εκείνη η περιοχή ήταν σαν ένα μελίσσι που βούιζε. Οι εργάτες που δούλευαν μέσα, οι οικογένειες που κατέβαιναν για να πλύνουν τα ρούχα τους στη λίμνη και να τα απλώσουν στις λυγαριές και στα σύρματα του Ψόφιου. Οι αραμπάδες που πηγαινοέρχονταν για να τροφοδοτήσουν τα τσκαλαριά με χώμα· Τα κάρα και τα φορτηγά που μπαινοβγαίνανε για να φορτώσουν τούβλα και κεραμίδια φεύγοντας προς κάθε κατεύθυνση. Τα κορίτσια που ανεβοκατέβαιναν με τα σεβερτασί για το φαγητό των εργατών και  που πολλές φορές είχαν συναντήσεις που καταλήγανε σε αρραβώνες...
  << Μπουμπούνιζε ή φόρτωνε ο καιρός, άιντε τρέχαμε να πάμε κάτω να μαζέψουμε 2000 κεραμίδια και 5000 τούβλα για να μην τα χαλάσει η βροχή. Και καλά άμα ήταν μέρα και το παίρναμε με χαμπάρι, όταν έβρεχε τη νύχτα; πηγαίναμε το πρωί και όλος ο κόπος της προηγούμενης μέρας ήταν ένα χαλί από λάσπη· τα μαζεύαμε,  ξανά στο τσκουρ και άιντε πάλι από την αρχή.
 Την παραμονή του παναγηριού  δε δουλεύαμε· πηγαίναμε όμως από την προηγούμενη το απόγευμα  να δουλέψουμε όλο το βράδυ με το φεγγάρι -γιατί ο Αύγουστος έχει φεγγάρια- για να μη χάσουμε τη μέρα. Και μετά στο παναγήρι ήμασταν ρημαγμένοι.
 Ένα παναγήρ ανήμερα ήρθαν δυο φορτηγά να φορτώσουν 10.000 τούβλα· οι ζουρνάδες και τα νταούλια ήταν στο φόρτε τους και 'μεις φορτώναμε ·άστα. Τουλάχιστον εμείς δε δίναμε βερεσέ. Τα πληρωνόμασταν στο φόρτωμα.
  - Μπα εμείς τα δίναμε βερεσέ και μετά έτρεχε ο καημένος ο μπαμπάς μου με το κάρο στο Σταυρό να πάρει καμιά δραχμή από το Μπελτέ, από το Μαγουνάκη, κι άλλους κι άλλους... Είχε να πάρει 100 τον δίναν δέκα· γινόντουσαν αυτοί και 'μεις πεθαίναμε στην πείνα. Άστα... >>
 




 Υ.Γ. Η πρώτη φωτογραφία είναι του 1930. Η δεύτερη του 1934. Η τρίτη  και η τέτερτη του 1937 από την Ευκαρπία και η πέμπτη του 1958.
  Υ.Γ. Ίσως στο μέλλον όταν χορτάσουμε την προγονολατρεία της βράκας και των μουσικών όλης της Βαλκανικής αλλά όχι του χωριού μας, ασχοληθούμε  κάποια στιγμή  για να αναδείξουμε τη πρόσφατη ιστορία μας τιμώντας έτσι, τους ίδιους μας τους γονείς.
                                                                                                                                                Κουκ










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου